- Ισημερινός ή Εκουαδόρ
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού
Έκταση: 283.560 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 13.447.494 (2002)
Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το Περού, ενώ βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό.Ο Ι. είναι το πιο μικρό από τα κράτη των Άνδεων. Τα σύνορα με την Κολομβία και με το Περού είναι συμβατικά, ιδιαίτερα η μεθόριος με το Περού, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μακρόχρονων διενέξεων. Η μεθόριος αυτή δεν είναι αναγνωρισμένη από την κυβέρνηση του Ι., που διεκδικεί 174.565 τ. χλμ. τα οποία παραχωρήθηκαν το 1942 στο Περού με το πρωτόκολλο του Ρίο ντε Τζανέιρο –την πιο πρόσφατη οροθέτηση– και αντιστοιχούν σε περισσότερο από το μισό των εδαφών της χώρας γύρω από τον Αμαζόνιο. Στον Ι. ανήκουν από το 1831 τα νησιά Kολόν ή Γκαλαπάγκος. Το κράτος προέκυψε μετά τη διάσπαση της Μεγάλης Κολομβίας σε τρία κράτη (1830): Ι., Κολομβία και Βενεζουέλα.Ο Ι. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται διοικητικά σε 22 επαρχίες συγκεντρωμένες σε πέντε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές: την Ακτή, την Αμαζονική, τη Νησιωτική (νησιά Γκαλαπάγκος), την Ορεινή (Σιέρα) καθώς και τη Μη Οροθετημένη Ζώνη, όπου εντάσσεται διοικητικά το κομμάτι με τα αμφισβητούμενα σύνορα. Οι επαρχίες διοικούνται από έναν κυβερνήτη που διορίζεται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Οι περιοχές με τις επαρχίες τους (σε παρένθεση η ισπανική ονομασία, οι πρωτεύουσες και ο πληθυσμός των επαρχιών το 2001) είναι οι εξής: η Ακτή (Region Costa, 6.056.223) διαιρείται στις επαρχίες Γκουάγιας (Guayas, Γκουαγιακίλ, 3.309.034), Ελ Όρο (El Oro, Ματσάλα, 525.763), Εσμεράλδας (Esmeraldas, Εσμεράλδας, 385.223), Λος Ρίος (Los Rios, Μπαμπαόγιο, 650.178) και Μανάμπι (Manabi, Πορτοβιέχο, 1.186.025)· η Αμαζονική Περιοχή (Region Amazonica, 548.419) διαιρείται στις επαρχίες Μορόνα-Σαντιάγκο (Morona-Santiago, Μάκας, 115.412), Νάπο (Napo, Τένα, 79.139), Ορεγιάνα (Orellana, Πουέρτο Φρανσίσκο ντε Ορεγιάνα, 86.493), Παστάσα (Pastaza, Πούγιο, 61.779), Σουκουμπίος (Sucumbios, Νουέβα Λόχα, 128.995) και Σαμόρα Τσιντσίπε (Zamora Chinchipe, Σαμόρα, 76.601)· η Νησιωτική Περιοχή (Region Insular, 18.640) περιλαμβάνει την επαρχία των νησιών Γκαλαπάγκος (Galapagos, Πουέρτο Μπαρκερίσο Μορένο, 18.640)· η Ορεινή Περιοχή (Region Sierra 5.460.738) διαιρείται στις επαρχίες Ασουάι (Azuay, Κουένκα, 599.546), Ιμπαμπούρα (Imbabura, Ιμπάρα, 344.044), Κανιάρ (Canar, Ασόγκες, 206.981), Κάρτσι (Carchi, Τουλκάν, 152.939), Κοτοπάξι (Cotopaxi, Λατακούνγκα, 349.540), Λόχα (Loja, Λόχα, 404.835), Μπολιβάρ (Bolivar, Γκουαράντα, 169.370), Πιτσίντσα (Pichincha, Κίτο, 2.388.817), Τσιμποράσο (Chimborazo, Ριομπάμπα, 403.632) και Τουνγκουράουα (Tungurahua, Αμπάτο, 441.034)· και τέλος, υπάρχει η Περιοχή Μη Οροθετημένης Ζώνης (Region Zonas no Delimitadas, 72.588).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ισπανική, αλλά οι αυτόχθονες μιλούν κυρίως την κέτσουα (τη γλώσσα των Ίνκας). Το 65% του πληθυσμού αποτελείται από τους μεστίζο (επιμειξία λευκών και αυτοχθόνων), το 25% από αυτόχθονες, το 7% από απογόνους των Ισπανών και άλλους λευκούς και το 3% από μαύρους.Το πολίτευμα του Ι. είναι η προεδρική δημοκρατία. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1979 και την τροποποίηση του 1998, η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται από τον λαό για τέσσερα χρόνια, χωρίς δικαίωμα διαδοχικής επανεκλογής, και είναι ταυτοχρόνως αρχηγός του κράτους και επικεφαλής της κυβέρνησης. Η νομοθετική εξουσία ανήκει στο εθνικό κογκρέσο, το οποίο αποτελείται από 125 μέλη τετραετούς θητείας. Τα 105 μέλη του εκλέγονται αναλογικά από τις επαρχίες, ενώ τα υπόλοιπα 20 εκλέγονται από ολόκληρο το εκλογικό σώμα σε εθνικό επίπεδο.Τα σημαντικότερα κόμματα του Ι. είναι το Ανεξάρτητο Ανανεωτικό Κόμμα Εθνικής Δράσης (PRIAN), το Κίνημα της 21ης Ιανουαρίου, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας, το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (PID), το Φιλελεύθερο Κόμμα του Ι., η Λαϊκή Δημοκρατία, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα, το Ριζοσπαστικό Μέτωπο Αλφαρίστα, το Σοσιαλιστικό Χριστιανικό Κόμμα (PSC), το Ανεξάρτητο Κίνημα Σοσιαλιστικής Μεταρρύθμισης, το κόμμα Ρόντολσιστ, η Ενωμένη Πατρίδα και το Κόμμα της Ελευθερίας. Από τις 15 Ιανουαρίου 2003 πρόεδρος του Ι. και επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο Λούτσιο Γκουτιέρεζ.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος της χώρας βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο της Kίτο και ακολουθούν τα ανώτερα δικαστήρια, ύστερα τα επαρχιακά δικαστήρια, με έδρα στις επαρχίες της Aκτής και της Σιέρα, και τέλος τα περιφερειακά δικαστήρια.Η πλειοψηφία του λαού ακολουθεί το ρωμαιοκαθολικό δόγμα (90%), ενώ οι αυτόχθονες πρεσβεύουν λατρείες που αποτελούν ένα κράμα ανιμιστικών και χριστιανικών δοξασιών. Το σύνταγμα της χώρας εγγυάται την ανεξιθρησκία.Η εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική από την ηλικία των 5 έως 15 ετών. Η στοιχειώδης εκπαίδευση παρέχεται σε σχολές εξαετούς δημοτικής εκπαίδευσης και σε σχολές μέσης εκπαίδευσης, όπου η διάρκεια σπουδών είναι επίσης εξαετής, σε δύο τριετείς κύκλους. Τα σημαντικότερα πανεπιστήμια του Ι. είναι το Κεντρικό Πανεπιστήμιο (ιδρύθηκε το 1769) και το Ποντιφικό Καθολικό Πανεπιστήμιο (1946) στην Κίτο, το πανεπιστήμιο της Κουένκα (1868) και το πανεπιστήμιο της Γκουαγιακίλ (1867) στις αντίστοιχες πόλεις. Υπάρχουν πάντως και άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ιδιωτικά και κρατικά). Ο αγώνας κατά του αναλφαβητισμού υπήρξε συνεχής, με αποτέλεσμα τη μείωσή του στο 2-3%.Οι ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν στρατό (50.000 άτομα), ναυτικό (5.500) και αεροπορία (4.000). Η θητεία είναι δωδεκάμηνη, με επιλογή από τους άρρενες πολίτες που συμπληρώνουν το 20ό έτος της ηλικίας τους.Στον Ι. υπάρχει κρατικό πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης το οποίο ισχύει από το 1942 και καλύπτει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (αγρότες, υπαλλήλους, ελεύθερους επαγγελματίες) ως προς την περίθαλψη και τη σύνταξη, παρέχει δε επιδόματα μητρότητας και ανεργίας.Τα ανδικά ανάγλυφα του Ι., τα οποία αποτελούνται από ιζηματογενή πετρώματα με κρυσταλλικές διεισδύσεις, είναι το αποτέλεσμα δύο συρρικνώσεων του τριτογενούς, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλα ρήγματα. Τα ανάγλυφα αυτά συνδέονται με ηφαιστειακή δράση και έντονη σεισμικότητα και χαρακτηρίζονται από επιβλητικά ηφαιστειακά συγκροτήματα με κορυφές σκεπασμένες από χιόνια και πάγους, που αποτελούν χαρακτηριστικά τοπία του Ι. και δικαιολογούν την ονομασία λεωφόρος των ηφαιστείων, την οποία φέρει η λεκάνη της Σιέρα.
Με τη σειρά τους, τα ανάγλυφα που δεσπόζουν στην ακτή αντιπροσωπεύουν ένα είδος ανδικής προχώρας, ενός αντικλίνου δηλαδή το οποίο αναδύθηκε κατά τη διάρκεια των πιο πρόσφατων ανυψώσεων των Άνδεων.
Σε πρόσφατες ευστατικές κινήσεις οφείλεται ο σχηματισμός του νότιου Πουνά, στον κόλπο Γκουαγιακίλ, που έχει πια κατά ένα μέρος γεμίσει από τις φερτές ύλες του ποταμού Γκουάγιας, η λεκάνη του οποίου (που σχηματίζεται στην πραγματικότητα από το σύνολο περισσότερων ποταμών) αναπτύσσεται προς τα βόρεια καλυμμένη ευρύτατα, στην επιφάνεια, από προσχώσεις του τεταρτογενούς. Στην ευρεία ανατολική περιοχή, τέλος, ιδιαίτερα κατά μήκος του ρου των ποταμών, επικρατούν και τα καινοζωικά ιζηματογενή εδάφη.Το έδαφος του Ι., που οφείλει την ονομασία του στον γεωγραφικό ισημερινό (ο οποίος περνά βόρεια της Kίτο), έχει τον ορεογραφικό σκελετό του στο τμήμα των Άνδεων που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις κολομβιανές και στις περουβιανές κορδιλιέρες: το μεγάλο ορεινό σύστημα ενοποιείται εκεί κατά κάποιον τρόπο και περιορίζεται, αλλά και υψώνεται σημαντικά έως τα 6.267 μ., με το ηφαίστειο Tσιμποράσο. Στην ορεινή αυτή αλυσίδα διακρίνονται δύο ξεχωριστές ευθυγραμμίσεις (Δυτική Kορδιλιέρα και Aνατολική Kορδιλιέρα ή Kορδιλιέρα Pεάλ), ανάμεσα στις οποίες ανοίγονται λεκάνες που σχηματίζουν τη γεωγραφική καρδιά της χώρας. Μεγάλες πλαγιές, χαραγμένες από ποταμούς, εκτείνονται προς την ακτή, όπου μερικά περιφερειακά ανάγλυφα ορίζουν το βαθύπεδο του Γκουάγιας, με το οποίο συνδέεται ο κόλπος Γκουαγιακίλ, φυσική διέξοδος της χώρας προς τη θάλασσα. Η ανατολική πλευρά των Άνδεων εκτείνεται σε επιμήκεις πλαγιές τις οποίες διασχίζουν κοιλάδες που συμβάλλουν στη λεκάνη του Αμαζονίου. Σε σχέση με τη διαμόρφωσή του, το έδαφος του Ι. μπορεί να διαιρεθεί σε τρία ξεχωριστά τμήματα –τα οποία ονομάζονται Σιέρα, Ακτή και Αμαζονική περιοχή– όπου απαντώνται διαφορετικές περιβαλλοντικές και μορφολογικές συνθήκες. Μορφολογικά, το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα παρουσιάζεται ως λεκάνη με μακρύ σχήμα, που βρίσκεται σε μέσο ύψος 2.500 μ. και η οποία, κατά το μέγιστο πλάτος της, δεν ξεπερνά τα 70 χλμ. ανάμεσα στις δύο κορδιλιέρες.Τα ψηλά ανδικά ανάγλυφα επηρεάζουν το κλίμα της χώρας, η οποία, παρότι διασχίζεται από τον ισημερινό, δεν υπόκειται γενικά σε κλίμα ισημερινού τύπου. Στον Ι., όπως και σε άλλες χώρες της περιοχής, το κυριότερο χαρακτηριστικό του κλίματος συνδέεται με το υψόμετρο που καθορίζει τα συνηθισμένα επίπεδα των τιέρας καλιέντες (θερμές περιοχές), των τιέρας τεμπλάδας (εύκρατες περιοχές), των τιέρας φρίας (ψυχρές περιοχές) και των ελάδας. Λόγω της αστρονομικής θέσης, τα υψόμετρα αυτά αλλάζουν, εξαιτίας της ηλιοφάνειας που περιορίζεται από τις πολλές νεφώσεις, χαρακτηριστικές της λωρίδας των μεσοτροπικών συγκλίσεων. Στις ζενιθιακές μετακινήσεις του Ήλιου αντιστοιχούν εξάλλου αισθητοί κλιματικοί ρυθμοί, ιδιαίτερα στην περιοχή που είναι εκτεθειμένη στον Ειρηνικό, η οποία υπόκειται στις υποτροπικές, θερμές και ξηρές αέριες μάζες που έρχονται από τα ΝΔ. Στην πλευρά που είναι στραμμένη στη λεκάνη του Αμαζονίου, αντίθετα, ο ισημερινός τύπος είναι πάρα πολύ έντονος. Σύμφωνα με τις διάφορες κλιματικές εκδηλώσεις, στην υψομετρική διάκριση θα πρέπει να προστεθεί και εκείνη των ιδιόρρυθμων περιοχών: της Ακτής, της Σιέρα και της Αμαζονικής. Το έτος, σε σχέση με τις εποχιακές αλλαγές, διαιρείται σε δύο περιόδους: μια πιο θερμή και πιο βροχερή η οποία διαρκεί από τον Δεκέμβριο έως τον Ιούνιο (ινβιέρνο) και μια φτωχότερη σε βροχές και λιγότερο θερμή η οποία διαρκεί από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο (βεράνο). Η θερμοκρασία δεν υφίσταται όμως αξιοσημείωτες διακυμάνσεις κατά τις δύο εποχές και το κυριότερο στοιχείο διαφοράς αντιπροσωπεύεται πάντοτε από τις βροχοπτώσεις.
Η Ακτή δέχεται την επίδραση των υγρών ισημερινών αέριων μαζών (του ινβιέρνο) και των υποτροπικών, θερμών και ξηρών οι οποίες προέρχονται από τον Ειρηνικό (του βεράνο). Εξίσου σημαντική είναι και η επίδραση του ισημερινού αντι-ρεύματος από τα Δ, τα θερμά νερά του οποίου συμβάλλουν στην αύξηση των βροχών. Περιορισμένα είναι, αντίθετα, τα αποτελέσματα του ρεύματος Xούμπολτ, τα ψυχρά νερά του οποίου εγκαταλείπουν την ακτή στο ύψος του ακρωτηρίου Aγκούχα (Περού). Οι μέσες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 28°C (ινβιέρνο) και 25°C (βεράνο). Στην πτώση της θερμοκρασίας του βεράνο συμβάλλει ένας ψυχρός άνεμος, ο οποίος ονομάζεται βιέντο δε Tσαντούι και προέρχεται από τη θάλασσα. Οι βροχές περιορίζονται γενικά από τα Β στα Ν, έτσι που, ενώ οι λεκάνες των ποταμών Eσμεράλδας και Σαντιάγο ανήκουν ακόμη στη ζώνη των σταθερών βροχών, η χερσόνησος της Σάντα Έλενα είναι εξαιρετικά άγονη, με μέγιστο ύψος βροχής 500 χιλιοστά τον χρόνο.
Η Σιέρα έχει ποικιλία κλιμάτων, η οποία δεν οφείλεται μόνο στα διάφορα υψόμετρα αλλά και στον προσανατολισμό των αναγλύφων σε σχέση με την κίνηση των αέριων μαζών. Οι πλαγιές και οι χαμηλές κοιλάδες έχουν υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες, ακόμη και κατά τον ψυχρότερο μήνα του χρόνου, δεν κατεβαίνουν ποτέ κάτω από τους 20°C. Διαφορετική είναι η κατανομή των βροχοπτώσεων, οι οποίες είναι άφθονες στην ανατολική πλευρά (η Πούγιο, που βρίσκεται στις παρυφές της Mοντάνια, σε υψόμετρο περίπου 800 μ., δέχεται 4.000 χιλιοστά βροχής τον χρόνο) και αραιές στη δυτική (ακόμη και κάτω από τα 1.000 χιλιοστά). Η αύλακα ανάμεσα στις Άνδεις έχει εαρινές θερμοκρασίες όλο τον χρόνο, εξαιτίας του υψομέτρου, αλλά οι βροχές ποικίλλουν πολύ από λεκάνη σε λεκάνη: έτσι, στην Kίτο πέφτουν κατά μέσο όρο 1.115 χιλιοστά τον χρόνο, στο Aλαουσί 520 χιλιοστά και στο Aμπάτο μόλις 454 χιλιοστά. Στις υψηλές κοιλάδες, που ονομάζονται βάλιες σέκος (ξηρές κοιλάδες), οι βροχές είναι ακόμη πιο αραιές (γύρω στα 350 χιλιοστά τον χρόνο).
Η Αμαζονική περιοχή χαρακτηρίζεται από κλίμα ισημερινού τύπου, με υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες γύρω στους 24-25°C, επίσης με ασήμαντες εποχιακές διακυμάνσεις. Η περιοχή υπόκειται στην εναλλασσόμενη επίδραση των αέριων μαζών οι οποίες προέρχονται από τον Ατλαντικό (βορειοανατολικοί και νοτιοανατολικοί αληγείς) και κατά συνέπεια δέχεται πολλές βροχές, με σταθερή παροχή και τιμές που φτάνουν τα 4.500 χιλιοστά τον χρόνο.Η χλωρίδα του Ι. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών κλιματικών συνθηκών. Τα είδη της βλάστησης αρχίζουν από την ξηρόφιλη σαβάνα και καταλήγουν στο υγρό δάσος.
Στην Ακτή, στο νότιο τμήμα του Ι., εξαιτίας των αραιών βροχοπτώσεων, μόνο στα πιο έντονα ανάγλυφα εμφανίζονται δάση φυλλοβόλων τα οποία διακόπτονται από σαβάνες· στις πεδιάδες τα δέντρα εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από αγκαθωτούς θάμνους. Πιο Β, στο βόρειο Mαναμπί και στην Eσμεράλδας, οι σταθερές βροχές ευνοούν την ανάπτυξη τροπικών δασών. Οι σαβάνες της λεκάνης του Γκουάγιας, πιο εύφορες επειδή υπόκεινται σε πλημμύρες, προσφέρουν βοσκοτόπια και εδάφη για καλλιέργειες. Το υγρό δάσος της Αμαζονικής είναι πλούσιο σε είδη (περισσότερα από 3.000), με γιγάντια δέντρα τα οποία χρησιμοποιούνται κατά διάφορους τρόπους, για την παραγωγή φαρμακευτικών ουσιών, βιομηχανικών προϊόντων, κόμμεως και ρητινών.
Στις διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες αντιστοιχούν και διάφορα είδη πανίδας. Η πανίδα αυτή, φτωχότερη στα ανδικά ανάγλυφα, όπου εδώ και πάρα πολλά χρόνια το λάμα εξημερώθηκε και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο, παρουσιάζεται πλούσια σε είδη στα βαθύπεδα της Ακτής και στα δάση της περιοχής του Αμαζονίου. Στα τελευταία, παράλληλα με τα άλλα ερπετά και τις σαύρες, δεσπόζουν οι κροκόδειλοι καϊμάν στις βαλτώδεις ζώνες, ενώ οι ποταμοί είναι γεμάτοι με ψάρια, μερικές φορές σημαντικών διαστάσεων, όπως το πάιτσε, που φτάνει το 1,5 μ. σε μήκος, και το φιδόμορφο λαμορόα. Πολυάριθμες είναι οι ποικιλίες πολύχρωμων αρά και παπαγάλων, ενώ τα σαρκοφάγα αντιπροσωπεύονται από το πούμα και από αγριόγατους. Στην Ακτή υπάρχει πανίδα ισημερινού τύπου, αν και λιγότερο πλούσια από εκείνη της περιοχής του Αμαζονίου, με ερπετά, σαύρες, καϊμάν, ιγκουάνα, παπαγάλους, κολίβρια και πιθήκους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο μικροσκοπικός τσιτσίκο. Ελάχιστα είναι τα φυτοφάγα και σπάνια τα σαρκοφάγα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών Γκαλαπάγκος. Σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.200 χλμ. από τις ακτές του Ι. βρίσκεται το αρχιπέλαγος Kολόν ή Γκαλαπάγκος, το οποίο έχει συνολική έκταση 7.812 τ. χλμ. Αποτελείται από δεκαπέντε μεγάλα νησιά και από σαράντα περίπου νησάκια, όλα ηφαιστειακής προέλευσης, διάσπαρτα και από τη μία και από την άλλη πλευρά του Ι. Στο έδαφος του αρχιπελάγους υπάρχουν περισσότεροι από δύο χιλιάδες ηφαιστειακοί κρατήρες, μερικοί από τους οποίους έχουν πλάτος δεκάδων χιλιομέτρων και είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Τα ηφαίστεια του δυτικού τμήματος της συστάδας, ιδιαίτερα των νησιών Φερναντίνα και Ισαβέλλα, είναι ακόμη ενεργά και το 1925 συνέβη μια σφοδρή έκρηξη.
Το κλίμα των Γκαλαπάγκος είναι υγιεινό και ευχάριστο, χάρη στην επίδραση του ψυχρού ρεύματος του Περού, αλλά μάλλον άγονο. Οι θερμοκρασίες διατηρούνται σε έναν μέσο όρο 22°C στη στάθμη της θάλασσας. Εξαιτίας των αραιών βροχών, η βλάστηση στις πιο χαμηλές περιοχές έχει ξηρόφιλο χαρακτήρα (με τροπικά είδη όπως η οπουντία των Γκαλαπάγκος και ο κήρινος). Μόνο στα ανάγλυφα, που περιβάλλονται συχνά από σύννεφα, η βλάστηση γίνεται πιο πυκνή και ενίοτε σχεδόν οργιαστική.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πανίδα, η οποία παρουσιάζει πανάρχαια είδη. Ανάμεσα σε αυτά είναι οι γιγάντιες χελώνες (χελώνη η ελεφαντόπους) και η θαλάσσια ιγκουάνα (αμβλύρρυγχος ο λοφιοφόρος), με μήκος μεγαλύτερο από ένα μέτρο, ο μοναδικός θαλάσσιος σαυρίδης που είναι μέχρι σήμερα γνωστός. Μια άλλη ιγκουάνα (κωνόλοφος) ζει στο εσωτερικό του νησιού και τρέφεται με φυτά (ιδιαίτερα κάκτους). Το 2001 η σπάνια θαλάσσια πανίδα των νησιών απειλήθηκε σοβαρά εξαιτίας της διαρροής περίπου 170.000 γαλονιών πετρελαίου από το τάνκερ Τζέσικα, που σχημάτισαν μια τεράστια πετρελαιοκηλίδα.
Τα νησιά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη φυσική ιστορία, χάρη στην επίσκεψη του Καρόλου Δαρβίνου, κατά τη διάρκεια του περίπλου του στον κόσμο με το πλοίο Mπιγκλ, ο οποίος μελέτησε τη χλωρίδα και την πανίδα τους και βοηθήθηκε σημαντικά στην ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών.Λόγω της αφθονίας των βροχοπτώσεων, ο Ι. διαθέτει ένα πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, εκτός από τις άγονες νότιες περιοχές της Ακτής. Οι ποταμοί πηγάζουν από τα ψηλά ανδικά ανάγλυφα, τέμνοντάς τα με πάρα πολύ βαθιές κλεισώρειες· μερικοί από αυτούς κατευθύνονται προς το αμαζονικό βαθύπεδο και άλλοι προς τον Ειρηνικό ωκεανό. Αυτοί οι τελευταίοι, λόγω της γειτνίασης των αναγλύφων με τις ακτές, έχουν γενικά σύντομο ρου, αλλά είναι πλούσιοι σε νερά και πλωτοί σε μεγάλα τμήματά τους. Ένας από τους κυριότερους ποταμούς, στα Β, είναι ο Ρίο Eσμεράλδας, πάρα πολύ πλούσιος σε νερά, επειδή η πολύ εκτεταμένη λεκάνη απορροής του περιλαμβάνεται ολόκληρη σε μια ζώνη η οποία δέχεται βροχές σε σταθερή βάση. Ο ποταμός πηγάζει από τη συμβολή μικρότερων ποταμών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Ρίο Mπλάνκο και ο Ρίο Γκουαϊλιαμπάμπα· ο τελευταίος σχηματίζεται στη λεκάνη της Κίτο, από την οποία βγαίνει μέσα από έναν απόκρημνο και στενό λαιμό που τον φέρνει αρχικά σε μια ζώνη πράσινων λόφων και ύστερα σε μια ευρεία προσχωσιγενή πεδιάδα όπου η κοίτη του περνά ανάμεσα σε νησιά στρωμένα με χαλίκια.
Στα Ν, οι ποταμοί που εκβάλλουν στον Eιρηνικό γίνονται ολοένα και πιο φτωχοί σε νερά. Το βαθύπεδο του Γκουάγιας αντιπροσωπεύει τον ποταμόκολπο μερικών ποταμών που κατεβαίνουν από τη Σιέρα και από τα παράκτια ανάγλυφα· η λεκάνη του είναι από τις πιο εύφορες και πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας και διαθέτει πυκνό δίκτυο ποτάμιων συγκοινωνιών. Η Ανατολική Κορδιλιέρα στέλνει τα νερά της στους αμαζονικούς ποταμούς: στον Παστάσα, στον Kοριέντες και στον Tίγκρε, παραπόταμους του Mαρανιόν, και στον Nάπο, παραπόταμο του Αμαζονίου.Πριν από τον αποικισμό της ευρύτερης περιοχής από τους Ευρωπαίους, τα βασικά κέντρα του Ι. βρίσκονταν στην ενδοχώρα, στην περιοχή των Άνδεων. Από τις φυλές που νέμονταν τα εδάφη (αρκετές από τις οποίες ήταν εγκατεστημένες στην παράκτια περιοχή και στο κοντινό νησί Πουνά), ξεχώρισαν οι Kάρα οι οποίοι κατάφεραν να ιδρύσουν ένα βασίλειο με κεντρικές εξουσίες. Στη συνέχεια, λίγο πριν από την εμφάνιση των Ισπανών, οι Ίνκας πέρασαν στον Ι., συγκρούστηκαν με τους Kάρα, εξόντωσαν τους περισσότερους και υπέταξαν τους υπόλοιπους. Οι Ίνκας οργάνωσαν πρώτοι τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες, ιδρύοντας κέντρα όπως την Kίτο. Κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας η σημερινή πρωτεύουσα υπήρξε το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας, χάρη στο καλό κλίμα της περιοχής και στην ευνοϊκή γεωγραφική θέση της.
Άλλο σημαντικό κέντρο είναι η Γκουαγιακίλ, λιμάνι στον ομώνυμο κόλπο, το οποίο λειτούργησε ως διαμετακομιστικός σταθμός ανάμεσα στη μητρόπολη και στα εδάφη της αποικίας. Με την επικράτηση των μεγάλων ιδιοκτησιών, παρατηρήθηκε σημαντική πληθυσμιακή αύξηση, η οποία ενισχύθηκε περισσότερο με την εισαγωγή Αφρικανών σκλάβων. Οι ανδικές περιοχές του εσωτερικού (ειδικά οι πόλεις) δεν αποτέλεσαν ποτέ στόχο μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων και γι’ αυτό τον λόγο, ακόμη και σήμερα, κυριαρχούν σε αυτές οι γηγενείς. Πολύ αραιοκατοικημένο, τέλος, ήταν το ανατολικό τμήμα των Άνδεων και η ζούγκλα, η περιοχή δηλαδή που περιλαμβάνεται στη λεκάνη του Αμαζονίου, όπου επιζούν μέχρι σήμερα ομάδες αυτοχθόνων που διατηρούν τον τρόπο ζωής των προγόνων τους.
Οι λευκοί ελέγχουν απόλυτα την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας, παρότι μειοψηφούν πληθυσμιακά, αποτελώντας περίπου το 7% του συνολικού πληθυσμού, ο οποίος κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από αυτόχθονες (περ. 25%) και μιγάδες που προέρχονται από επιμειξία αυτοχθόνων με λευκούς (περ. 65%). Το υπόλοιπο 3% αποτελείται από μαύρους.
Στην Ακτή υπερέχουν πληθυσμιακά οι μοντούβιος και οι τσόλος· οι πρώτοι αποτελούν προϊόν επιμειξίας αυτοχθόνων με μαύρους και λευκούς, ενώ οι δεύτεροι είναι προϊόν επιμειξίας αυτοχθόνων με λευκούς, μολονότι από φυλετική άποψη είναι δυνατόν να θεωρηθούν αμιγώς αυτόχθονες. Οι λευκοί προτιμούν τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου και ασχολούνται συνήθως με το εμπόριο ή, γενικότερα, ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα. Οι μαύροι και οι μιγάδες, οι οποίοι ζουν κυρίως στις διάφορες κοιλάδες της επαρχίας Eσμεράλδας, ασχολούνται με τη γεωργία.
Οι σεράνος (κάτοικοι της Σιέρα) αποτελούνται κατά ένα ποσοστό 60% από αυτόχθονες, κατά ένα 35% από μιγάδες (με διαφορετικές ονομασίες ανάλογα με τη ζώνη εγκατάστασής τους: πούπος, τσάγκρας, τσάσος) και κατά ένα 10% από κρεολούς ή λευκούς απογόνους μεταναστών. Στις πιο θερμές κοιλάδες ζουν επίσης μαύροι και μιγάδες που προέρχονται από επιμειξία λευκών με μαύρους. Οι αυτόχθονες της Σιέρα ασχολούνται με την κτηνοτροφία, κυρίως στις μεγάλες φάρμες των λευκών και, μολονότι μιλούν την αρχαία γλώσσα των Ίνκας, την κέτσουα, είναι καθολικοί στο θρήσκευμα και έχουν αφομοιωθεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους αυτόχθονες της Aμαζονίας, οι οποίοι ζουν κατακερματισμένοι σε διάφορες, κυρίως νομαδικές φυλές, εχθρικά διακείμενες η μία προς την άλλη.Το 1910 ο πληθυσμός του Ι. δεν ξεπερνούσε τους 1.300.000 κατ., ενώ το 1976 ανερχόταν σε 6.950.000 και το 1990 σε 10.577.608. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2002 ανερχόταν σε 13.447.494 κατ. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι 47 κάτ. ανά τ. χλμ. Σε μια περίοδο εξήντα ετών ο ετήσιος συντελεστής δημογραφικής ανάπτυξης μεταβλήθηκε από 1% σε 1,3%, ενώ είχε φτάσει ενδιάμεσα ακόμα και στο 3,4%. Η αισθητή αυτή πρόοδος οφείλεται στη μείωση της θνησιμότητας, η οποία ενώ το 1935 ήταν 26,5‰, έπεσε κατόπιν στο 5‰, καθώς και στον υψηλό δείκτη γεννήσεων (18‰). Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε επίσης θεαματικά (από 150‰ σε 50‰), με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του Ι. να αποτελείται κατά βάση από νεαρότατα άτομα, παρά την άνοδο του μέσου όρου ζωής.
Μεταβολές έχουν σημειωθεί και στην κατανομή του πληθυσμού. Η Σιέρα, η οποία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 συγκέντρωνε περίπου το 55% του πληθυσμού της χώρας (έναντι 43% στην περιοχή της Ακτής), έχασε πολλούς από τους κατοίκους της. Το 2001 η Ακτή φιλοξενούσε 6,1 εκατ. κατοίκους και η Σιέρα 5,5 εκατ. Αντίθετα, η περιοχή του Ειρηνικού και οι ανδικές περιοχές γνώρισαν μια σχετικά μαζική εγκατάσταση. Η περιοχή της Αμαζονικής κατοικείται από 550.000 κατοίκους, ενώ η επιφάνειά της είναι ελάχιστα μικρότερη από το μισό της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Η Σιέρα είχε φτάσει στο σημείο του δημογραφικού κορεσμού ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου, επειδή δεν υπάρχουν δυνατότητες εξασφάλισης νέων γαιών για καλλιέργεια. Γι’ αυτό η εσωτερική μετανάστευση του πληθυσμού παρουσίασε ιδιαίτερα υψηλές τιμές, κυρίως στην περιοχή της Ακτής, η οποία αποτελεί πόλο έλξης μεταναστών λόγω της ύπαρξης εδαφών για εκχέρσωση και της οικονομικής πολιτικής του κράτους, που ευνοεί τις γεωργικές επενδύσεις και τη συνεπακόλουθη κάλυψη των αναγκών για νέα εργατικά χέρια. Οι μετακινήσεις του αγροτικού πληθυσμού στο εσωτερικό της Σιέρα, ακόμη κι αν είναι γεγονός δευτερεύουσας σημασίας, δεν είναι ωστόσο αμελητέες, γιατί αποτελούν σταθμό στην κατάκτηση της ψυχρής περιοχής των πάραμος (άδενδρες πεδιάδες). Αντίθετα, οι μετακινήσεις προς την Αμαζονική είναι πολύ περιορισμένες, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στο εχθρικό φυσικό περιβάλλον.
Τα νησιά Γκαλαπάγκος έχουν 8.900 κατοίκους οι οποίοι συγκεντρώνονται κυρίως στο νησί Σαν Kριστομπάλ, όπου βρίσκεται το μοναδικό σπουδαίο κέντρο και πρωτεύουσα της επαρχίας, η Mπακερίσο Mορένο. Η σπανιότητα των βροχών και του νερού δεν ευνοεί τη γεωργία, γι’ αυτό η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή του αρχιπελάγους είναι η αλιεία.Στις ορεινές περιοχές της χώρας κατοικούν οι αυτόχθονες (Ινδιάνοι), οι οποίοι ζουν από την καλλιέργεια των μικρών κτημάτων τους. Τα απομονωμένα σπίτια, όπου κατοικεί μόνο μία οικογένεια, αποτελούν τον κλασικό τρόπο στέγασης, παρά τη σχετική ακαταλληλότητα των δομικών υλικών (λάσπη-άχυρο)· αυτός ο τρόπος διαβίωσης εξακολουθεί να κυριαρχεί μέχρι και την περιοχή των υψιπέδων. Ο κλασικός οικισμός της περιοχής συνίσταται σε ένα χωριό με μία εκκλησία, τα αναγκαία δημόσια γραφεία και την αγορά. Στις παράκτιες περιοχές, αντίθετα, κυριαρχεί οικιστικά η μεγάλη ιδιοκτησία και, από γεωργική άποψη, η φυτεία· εδώ η χασιέντα είναι βασικό στοιχείο όσον αφορά τον τρόπο καταμερισμού των γαιών και, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό λειτουργικό σχήμα, μολονότι αναπτύσσονται ολοένα και πιο πολλά αστικά κέντρα, τόσο στις παράκτιες περιοχές όσο και στην εξωτερική ζώνη της ενδοχώρας. Στην περιοχή της Ανατολής, τέλος, οι οικισμοί αποτελούν, ακόμη και στην πιο στοιχειώδη τους μορφή, σπάνιο φαινόμενο· υπάρχουν ιεραποστολικά κέντρα και απομονωμένες χασιέντα, που αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της εκμετάλλευσης της περιοχής σε πρώτο επίπεδο.Ο αστικός πληθυσμός του Ι. ολοένα και αυξάνει λόγω των μαζικών μετακινήσεων από την ύπαιθρο προς τις πόλεις, οι οποίες αποτελούν, από αριθμητική άποψη, τα 4/5 της συνολικής εσωτερικής μετανάστευσης· οι πιο σημαντικοί πόλοι έλξης του πληθυσμού είναι η Kίτο και η Γκουαγιακίλ. Η Γκουαγιακίλ, τελευταία, ξεπέρασε σε πληθυσμό ακόμη και αυτή την πρωτεύουσα, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με την ξεχωριστή οικονομική και εμπορική σημασία της πόλης, της οποίας τα 9/10 του πληθυσμού αποτελούνται από πρώην κατοίκους της Σιέρα. Παρ’ όλα αυτά, η ορεινή περιοχή των Άνδεων διατηρεί ακόμη και σήμερα τα πρωτεία όσον αφορά τη δημογραφική εξέλιξη, η οποία άρχισε στο 16ο αι., όταν ιδρύθηκαν, εκτός από την Kίτο, η Kουένκα, η Λόχα, η Pιομπάμπα και αργότερα η Iμπάρα. Τα αστικά κέντρα αναπτύχθηκαν κυρίως στις κοιλάδες.
Η μαζική μετακίνηση από τα χωριά προς τις πόλεις προκάλεσε μια ποσοστιαία άνοδο του αστικού πληθυσμού από 28% (1950) σε περίπου 65% (2001), ενώ το ποσοστό που εκπροσωπεί τη σημερινή πληθυσμιακή συρροή στα αστικά κέντρα διαρκώς μεγαλώνει. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002): η Γκουαγιακίλ (1.952.029) και η πρωτεύουσα Κίτο (1.399.814). Τα επαρχιακά κέντρα έχουν πληθυσμό από 100.000 έως 300.000 κατοίκους. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα: Kουένκα, Σάντο Nτομίνγκο, Mατσάλα, Mάντα, Πορτοβιέχο, Ντουράν, Aμπάτο, Pιομπάμπα, Κεβέδο, Λόχα, Μιλάγκρο, Ιμπάρα και Eσμεράλδας.Ο Ι. παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά φαινόμενα υπανάπτυξης των λατινοαμερικανικών χωρών· παρ’ όλα αυτά, κατά τη δεκαετία του 1970 αξιοποιήθηκε ο φυσικός πλούτος της χώρας. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο Ι. μπόρεσε να διαχειριστεί τον βασικό εθνικό πλούτο του, το πετρέλαιο, του οποίου η εκμετάλλευση, έπειτα από πολλές περιπέτειες, περιήλθε στο κράτος αποτελώντας ένα πρωτοφανές γεγονός χωρίς προηγούμενο, αφού το κακάο και οι μπανάνες, δύο άλλα βασικά προϊόντα, βρίσκονται σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια των πολυεθνικών εταιρειών.
Η χώρα είναι από τις πιο πλούσιες της Λατινικής Αμερικής· εκτός από το πετρέλαιο (το 1994 βρέθηκαν νέα κοιτάσματα), διαθέτει φυσικό αέριο, χρυσό, άργυρο, χαλκό κ.ά. Κορυφαία πηγή εσόδων για τον Ι. είναι η παραγωγή μπανάνας. Η κυβέρνηση προχώρησε το 1992 στη λήψη δραστικών μέτρων για τον περιορισμό του πληθωρισμού, ο οποίος είχε ξεπεράσει το 60%, καθώς και των κρατικών δαπανών.
Το AEΠ ανέρχεται σε 39.600 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 3.000 δολάρια. Ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα υψηλός (22% το 2001), όπως και η ανεργία που αγγίζει το 14% (2001). Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 30% του ενεργού πληθυσμού και παράγει το 11% του ΑΕΠ. Η βιομηχανία και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν το 25% του ενεργού πληθυσμού, παράγοντας το 25% του ΑΕΠ, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών απασχολεί το 45% και παράγει το 64% (εκτιμήσεις 2000-2001).Για να λυθεί το πρόβλημα της οξείας και γενικής καθυστέρησης της γεωργίας που αντιμετώπιζε η χώρα μέχρι πρόσφατα, η κυβέρνηση άσκησε μια πολλαπλή παρεμβατική πολιτική: καταργήθηκε ο θεσμός του ουασιπούνγκο, ενός είδους επίμορτης καλλιέργειας βάσει του οποίου οι ακτήμονες αναλάμβαναν την υποχρέωση να καλλιεργούν τα εδάφη του μεγαλογαιοκτήμονα με αντάλλαγμα τη δυνατότητα καλλιέργειας ενός μικρού αγροτεμαχίου για λογαριασμό τους, τις ελεύθερες ώρες τους. Στην ύπαιθρο δημιουργήθηκαν πολυάριθμοι γεωργικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι χρηματοδοτούνται από τα αυτόνομα αγροτικά ιδρύματα, τα οποία είναι κρατικοί φορείς. Φυσικά, η αντίδραση των μεγαλοϊδιοκτητών, οι οποίοι εναντιώνονται σε κάθε καινοτομία, θέτει σε κίνδυνο την τελική έκβαση αυτής της παρεμβατικής πολιτικής, η οποία βοήθησε σημαντικά τη χώρα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φτώχειας.
Η κατανομή της χώρας σε τομείς ανάλογα με τη γεωργική τους εξειδίκευση συμπίπτει και με τη μορφολογική της διαίρεση: Σιέρα, Ακτή, Αμαζονική. Στη Σιέρα, τόσο στα μικρά αγροκτήματα όσο και στις μεγάλες ιδιοκτησίες καλλιεργούνται φυτά που χρησιμεύουν στη διατροφή· οι καλλιέργειες όμως των μικρών ιδιοκτησιών καλύπτουν (στοιχειωδώς) τις εσωτερικές ανάγκες διατροφής, ενώ οι καλλιέργειες των μεγάλων ιδιοκτησιών προορίζονται για εμπορική αξιοποίηση. Από τα διάφορα λεκανοπέδια στα οποία λαμβάνουν χώρα εξειδικευμένες καλλιέργειες, το πιο γόνιμο είναι το λεκανοπέδιο της Kουένκα, όπου κυριαρχούν οι ποτιστικές καλλιέργειες. Στην Ακτή καλλιεργούνται κτήματα μέσων διαστάσεων, σύμφωνα με τις επιταγές μιας υπερσύγχρονης γεωργικής τεχνολογίας (στις περιπτώσεις καλλιέργειας εξαγώγιμων αγαθών). Πολυάριθμα αγροκτήματα βρίσκονται υπό ξένη ιδιοκτησία, κυρίως στις επαρχίες Eσμεράλδας και Γκουάγιας, όπου το κακάο και οι μπανάνες που παράγονται είναι πραγματικά εκλεκτής ποιότητας. Στην τρίτη περιοχή της χώρας, από μορφολογική άποψη, την Αμαζονική, το στοιχείο που επικρατεί είναι το δάσος.
Η πιο σημαντική καλλιέργεια είναι της μπανάνας (4,9 εκατ. τόνοι το 1993), στην παραγωγή της οποίας ο Ι. έρχεται τρίτος σε παγκόσμια κλίμακα, ύστερα από την Ινδία και τη Βραζιλία. Με τη διάδοση της καλλιέργειας μπανάνας, η αντίστοιχη του κακάο περιήλθε σε δεύτερη μοίρα ποσοτικά, όχι όμως και ποιοτικά. Χάρη στην εκλεκτή ποιότητά του, το κακάο του Ι. αποτελεί ακόμη και σήμερα περιζήτητο προϊόν για τη βελτίωση των σοκολατούχων μειγμάτων. Μικρότερη σημασία για την οικονομία της χώρας έχουν οι καλλιέργειες του καφέ, του βαμβακιού, του ζαχαροκάλαμου και του καπνού. Από τα δημητριακά, πρώτο έρχεται το καλαμπόκι, ενώ το κριθάρι, οι πατάτες και ορισμένα όσπρια αποτελούν τα βασικά μέσα διατροφής των πληθυσμών της Σιέρα. Η καλλιέργεια του ρυζιού λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς και οι οπωροκαλλιέργειες· τέλος, άξια μνείας είναι και η καλλιέργεια της κόκας, που αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν της περιοχής των Άνδεων.
Ο δασικός πλούτος έχει αξιοποιηθεί σημαντικά, αλλά υπάρχουν δυσκολίες λόγω της έλλειψης κατάλληλου οδικού δικτύου. Πάντως, η χώρα είναι από τους μεγαλύτερους προμηθευτές ξυλείας μπάλσα.Η κτηνοτροφία αποτελεί προς το παρόν δευτερεύοντα τομέα, από οικονομική άποψη, σε όλη τη χώρα, εξαιτίας της ελλιπούς οργάνωσης και της ποιότητας των ζώων, που δεν είναι από τις καλύτερες αλλά βελτιώνεται συνεχώς.
Ένας αρκετά δυναμικός τομέας είναι η αλιεία· μεγάλο μέρος των αλιευμάτων μάλιστα διοχετεύεται στις ξένες αγορές (700.000 τόνοι το 1997). Οι πρόσφατες αιτήσεις του Ι. για την επέκταση των δικαιωμάτων αλιείας σε ακτίνα 320 χλμ. από την ακτή προκάλεσε προστριβές με τις ΗΠΑ (ο πόλεμος του τόνου στη δεκαετία του 1970).Από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία. Ο Ι., που είχε προσαρτηθεί κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. στην αυτοκρατορία των Ίνκας, κατακτήθηκε στη συνέχεια από τον Ισπανό Σεμπαστιάν δε Mπελαλκάσαρ. Το 1563 ο βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος Β’ εγκαθίδρυσε ένα κυβερνητικό σχήμα που ονομάστηκε Real Audiencia (με έδρα την Kίτο), το οποίο υπαγόταν διοικητικά στο υποβασίλειο του Περού μέχρι το 1717, οπότε περιήλθε στο υποβασίλειο της Νέας Γρενάδα. Στις αρχές του 19ου αι. ο Ι., η Βενεζουέλα, η Κολομβία και το Περού αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ισπανικό ζυγό. Εθνικός ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα του Ι. αναδείχθηκε ο Aντόνιο Xοσέ δε Σούκρε (1795-1830), ένας από τους πιο αξιόλογους συνεργάτες του Σιμόν Μπολιβάρ. Ο Σούκρε νίκησε τους Ισπανούς στις 24 Μαΐου 1822 στην Πιτσίντσα και, δύο μέρες αργότερα, στην Kίτο. Η χώρα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη και κυρίαρχη, στο πλαίσιο όμως της Δημοκρατίας της Μεγάλης Κολομβίας. Τον Μάιο του 1830 διακηρύχθηκε η απόσχιση από τη Μεγάλη Κολομβία και η δημιουργία της Δημοκρατίας του Ι. που επρόκειτο να διανύσει μια πολύ ταραχώδη τριακονταετία. Ο στρατηγός Χουάν Χοσέ Φλόρες (συντηρητικός) και ο Bισέντε Pοκαφουέρτε (φιλελεύθερος) εναλλάσσονταν στην εξουσία μέχρι το 1845, οπότε η χώρα εισήλθε σε μια δεκαπενταετή περίοδο διοίκησης από ανάξιους προέδρους και από φιλόδοξους στρατηγούς. Από το 1860 έως το 1895 ο Ι. αποτελούσε στην ουσία ένα θεοκρατικό βασίλειο υπό τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Mορένο (1821-1875), ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε λάβει εντολή από τον Θεό. Μετά τον θάνατό του, η χώρα παρασύρθηκε σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των συντηρητικών, που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων της Σιέρα, και των φιλελευθέρων, που εκπροσωπούσαν τους αστούς των παράκτιων περιοχών. Το 1895 η εξουσία πέρασε στα χέρια των φιλελευθέρων, με αρχηγό τον Eλόι Aλφάρο, οι οποίοι άσκησαν την εξουσία έως το 1944, εκτός από σύντομες διακοπές.
Τα νησιά Γκαλαπάγκος. Τα νησιά ανακαλύφθηκαν κατά τύχη στις 10 Μαρτίου 1535 από τον Ισπανό επίσκοπο του Παναμά, Tομάς ντε Mπερλάνγκα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού προς το Περού· το 1546 έφτασε στα νησιά ο Nτιέγκο δε Pιβαδενέιρα, ο οποίος τα ονόμασε Ίσλας Eνκαντάδας (Μαγεμένα Νησιά), για να υπογραμμίσει τη μυστηριώδη γοητεία τους. Φαίνεται όμως ότι τα Γκαλαπάγκος ήταν ήδη γνωστά στους αυτόχθονες, όπως μαρτυρούν λείψανα αρχαίων οικισμών που χρονολογούνται από την εποχή ηγεμόνα των Ίνκας Tούπακ Γιουπανκί. Τον 17ο και 18ο αι. έγιναν ορμητήρια ονομαστών Άγγλων πειρατών, οι οποίοι τους έδωσαν αγγλικά και ισπανικά ονόματα, με τα οποία είναι γνωστά ακόμη και σήμερα. Όμως, έγιναν ονομαστά από την περιοδεία του Καρόλου Δαρβίνου (βλ. λ.) σε αυτά, με τις θεαματικές ανακαλύψεις του στη χλωρίδα και την πανίδα τους.
Οι πολιτειακές μεταβολές του περασμένου αιώνα. Το 1940, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Κάρλος Aρόγιο ντελ Ρίο, ξέσπασε ο πόλεμος με το Περού ο οποίος είχε αίτιο ορισμένα αμφισβητούμενα αμαζονικά εδάφη: το πρωτόκολλο ειρήνης, που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, εκχωρούσε το μεγαλύτερο τμήμα των αμφισβητούμενων περιοχών στο Περού. Η Kίτο υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, ποτέ όμως δεν έπαψε να διεκδικεί την αναθεώρηση της συνθήκης.
Η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Ι. είχε ήδη φθαρεί λόγω της μακρόχρονης άσκησης της εξουσίας. Ήταν πολύ εύκολο λοιπόν για τον Xοσέ Mαρία Bελάσκο Iμπάρα να ανατρέψει το καθεστώς με μια επανάσταση και να αναλάβει την εξουσία (1944). Χαρακτηριστικός τύπος σύγχρονου καουντίλιο (δικτάτορα), ο Bελάσκο Iμπάρα κυριάρχησε σχεδόν επί τριάντα χρόνια στην πολιτική ζωή του τόπου, εξελέγη πέντε φορές πρόεδρος, αλλά και τις πέντε φορές απομακρύνθηκε από την εξουσία με πραξικοπήματα, πάντοτε από τη δεξιά. Τέλος, το 1972 παραχώρησε την εξουσία στον στρατό. Την αρχηγία του κράτους ανέλαβε ο στρατηγός Γκιλιέρμο Pοντρίγκες Λάρα που συγκρότησε μια κυβέρνηση κυρίως από τεχνοκράτες.
Και αυτό το απολυταρχικό μεταρρυθμιστικό πείραμα διακόπηκε: στις 11 Ιανουαρίου 1976 κατέλαβε την εξουσία μια χούντα, επικεφαλής της οποίας ήταν οι τρεις αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων: Γκιλιέρμο Nτουράν Aρσεντάλες, Λουίς Λέκρο Φράνκο και Aλφρέδο Ποβέδα Mπουρμπάνο.
Ένα νέο σύνταγμα, που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα τον Ιανουάριο του 1978, οδήγησε τη χώρα στην ομαλότητα. Στις εκλογές του Απριλίου του 1979 αναδείχθηκε πρόεδρος της χώρας ο Xάιμε Pόλντος Aγκιλέρα, ο οποίος υποσχέθηκε κοινωνική δικαιοσύνη. Ο πρόεδρος Pόλντος σκοτώθηκε όμως σε αεροπορικό δυστύχημα το 1981 και τον διαδέχθηκε ο αντιπρόεδρος Oσβάλντο Xουρτάντο. Η κυβέρνηση Xουρτάντο εφάρμοσε πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας, προκαλώντας τις αντιδράσεις των συνδικάτων. Στις προεδρικές εκλογές του 1984 εξελέγη ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Χριστιανικού Κόμματος, Λεόν Φέμπρες Kορντέρο. Το 1986 τα κόμματα που υποστήριζαν τον Kορντέρο έχασαν την πλειοψηφία στη βουλή και στις εκλογές του 1988 εξελέγη πρόεδρος ο Pοντρίγο Mπόρχα Tσεμπάλος. Στις γενικές εκλογές του 1992 εξελέγη πρόεδρος της χώρας ο Σίξτο Nτουράν, ο οποίος εφάρμοσε πρόγραμμα λιτότητας για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της οικονομίας, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Στις εκλογές που έγιναν το 1994 για την αναπλήρωση ορισμένων εδρών του κογκρέσου, τα κόμματα που υποστήριζαν τον πρόεδρο Nτουράν υπέστησαν μεγάλες απώλειες.
Τον Αύγουστο του 1994 ο πρόεδρος Nτουράν οργάνωσε δημοψήφισμα για την αλλαγή του συντάγματος της χώρας. Η προεδρία Nτουράν σημαδεύτηκε από οικονομική ύφεση, σκάνδαλα διαφθοράς και από τη μεθοριακή σύρραξη με το Περού το 1995. Ο Nτουράν παραιτήθηκε το 1996 και στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 10 Αυγούστου του ίδιου χρόνου νέος πρόεδρος της χώρας εξελέγη ο λαϊκιστής δικηγόρος Aμπντάλα Mπουκαράμ. Το σύνταγμα πράγματι τροποποιήθηκε το 1998 και στις προεδρικές εκλογές του Ιουλίου κέρδισε με ισχνή πλειοψηφία ο Τζαμίλ Μαχουάντ. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς διευθετήθηκε και η κρίση με το Περού, όχι όμως ευνοϊκά για τον Ι.
Η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε και μετατράπηκε σε πολιτική με την εξέγερση των αυτοχθόνων και το στρατιωτικό πραξικόπημα που εξανάγκασε σε παραίτηση τον Μαχουάντ τον Ιανουάριο του 2000. Τη θέση του ανέλαβε ο αντιπρόεδρος Γκουστάβο Νομπόα. Την ίδια χρονιά άρχισε η αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος από το αμερικανικό δολάριο (η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2001) ως μέσο για νομισματική σταθερότητα και όπλο κατά του πληθωρισμού. Η εκλογή του Λούτσιο Γκουτιέρεζ το 2003 και η διαφαινόμενη σύμπνοια μεταξύ αυτού και των ηγετών της Βραζιλίας, Λούλα, και της Βενεζουέλας, Τσάβες, δημιούργησε μια διαφορετική πολιτική συμμαχιών στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.Από τη δημώδη ποίηση στη γλώσσα κέτσουα, η οποία αναπτύχθηκε στο τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας που αντιστοιχούσε στον Ι., σώζονται σήμερα μόνο λίγα αποσπάσματα, μεταξύ των οποίων το άσμα Η φυλάκιση και ο θάνατος του Aταουάλπα, το οποίο αποτελεί υπόδειγμα της εξαιρετικής εκφραστικής ικανότητας που διακρίνει την ποίηση των αυτοχθόνων. Κατά τη διάρκεια της ισπανικής κατοχής οι πολιτιστικές και μορφωτικές δραστηριότητες αποτελούσαν μονοπώλιο του κλήρου, όπως ίσχυε σε ολόκληρη την ισπανόφωνη Αμερική. Εκτός των άλλων, οι ιησουίτες εισήγαγαν τη διδασκαλία της λογοτεχνίας και των ουμανιστικών σπουδών γενικότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυλικής επιφανειακής ποίησης της αποικιακής περιόδου αποτελεί η ανθολογία Ramillete de varias flores poeticas (δημοσιεύτηκε στη Μαδρίτη, το 1675). Η πλειονότητα των ποιητών και των πεζογράφων ακολούθησε τα πρότυπα της ευρωπαϊκής κουλτούρας, ιδιαίτερα της ισπανικής και της ιταλικής, με αποτέλεσμα την επικράτηση του μπαρόκ. Σε ό,τι αφορά την πεζογραφία, αξιομνημόνευτος είναι ο επίσκοπος Γκασπάρ δε Bιλιαροέλ (1587-1665), ένας από τους πρώτους χρονικογράφους της ισπανόφωνης Αμερικής, ο οποίος έδωσε μια νέα διάσταση στην αφηγηματική λογοτεχνία της εποχής. Ο 18ος αι. υπήρξε επίσης μάλλον φτωχός σε λογοτεχνικές αξίες, τουλάχιστον μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του, οπότε άρχισε η επιρροή των γαλλικών προτύπων. Στο νέο κλίμα, που ενισχύθηκε από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εντάσσεται η επιθυμία χειραφέτησης από την αποικιοκρατία: πρώτος εκπρόσωπός του ήταν ο Φρανσίσκο Eουχένιο δε Σάντα Kρους ι Eσπέχο (1747-1795) με τους σατιρικούς διαλόγους του έργου του Νέος Λουκιανός (Nυeνο Luciano, 1779) και με το πρώτο περιοδικό της χώρας, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος.
Ο απόηχος της ηρωικής περιόδου του πολέμου για την ανεξαρτησία σημάδεψε όλες τις λογοτεχνικές και φιλολογικές εκδηλώσεις των αρχών του 19ου αι. Στο πρόσωπο του νεοκλασικιστή Xοακίν δε Oλμέδο (1780-1847), συναγωνιστή και υμνητή του Μπολιβάρ, η περίοδος αυτή βρήκε την καλύτερη έκφρασή της.
Ο ρομαντισμός έφτασε στον Ι. με κάποια καθυστέρηση και εκδηλώνεται στο έργο ορισμένων ξεχωριστών προσωπικοτήτων, οι οποίες, μολονότι παρέμεναν συνδεδεμένες με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, εγκαινίασαν μια λογοτεχνική τάση με κριτικό και μαχητικό περιεχόμενο, που συμμετείχε ενεργά στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας. Εκπρόσωποι της τάσης αυτής ήταν μεταξύ άλλων και ο Xούλιο Σαλντουμπίντε (1833-1887), ο Xουάν Λεόν Mέρα (1832-1894), του οποίου αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα το μυθιστόρημα Cumand, και κυρίως ο Xουάν Mοντάλβο (1832-1889). Χάρη στον Mοντάλβο, ο Ι. άρχισε να αποκτά αυτογνωσία, γεγονός που συνετέλεσε στο να τεθούν οι βάσεις της λογοτεχνίας του 20ού αι., οπότε η χώρα εισχώρησε ισότιμα στον κόσμο της διεθνούς λογοτεχνίας. Ύστερα από την εμπειρία του μοντερνισμού στην ποίηση των αρχών του 20ού αι. (A. Mπόρχα, E. Nομπόα Kααμάνιο, M.A. Σίλβα, M. Φιέρο) και στην πεζογραφία (Xούλιο Σαλντουμπίντε), η λογοτεχνία του Ι. της δεκαετίας του 1930 διαμορφώθηκε μέσω μιας πολιτικο-ηθικής στράτευσης η οποία εκφράστηκε με ένα φιλικά διακείμενο προς τους αυτόχθονες λογοτεχνικό έργο, μια λογοτεχνία διαμαρτυρίας που απογειώνεται με δραματικότητα και ρωμαλέα παραστατικότητα, ακόμη κι αν δεν φτάνει πάντοτε τους υψηλούς της στόχους, όσον αφορά το στιλ και τη μορφή. Οι οπαδοί αυτού του κινήματος συγκρότησαν την ομάδα της Γκουαγιακίλ, που απαρτίστηκε από τους X. δε Λα Kουάντρα, E. Xιλ Xίλμπερτ, A. Φ. Pόχας, X. Γκαλιέγκος Λάρα και X. Φερνάντες και από τους μεγαλύτερους αφηγηματογράφους του Ι. του 20ού αι.: Nτεμέτριο Aγκιλέρα Mάλτα, ο οποίος είναι και ένας από τους λίγους δραματουργούς του Ι., Aλφρέδο Παρέχα Nτίες-Kανσέκο και Xόρχε Iκάσα.
Ο Iκάσα είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της χώρας του αλλά και ολόκληρης της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Την παγκόσμια φήμη του εξασφάλισε με το μυθιστόρημα Oυασιπούνγκο (1934), ωμή μαρτυρία για τη φυσική και ηθική υποδούλωση των αυτοχθόνων της Mοντάνια. Από τα άλλα μυθιστορήματα του Iκάσα αξιομνημόνευτα είναι τα: Λάσπη της Σιέρα (Barro de la Sierra, 1933), Tσόλος (1937) και Έξι διηγήματα (Seis relatos, 1952). Ξεχωριστή πορεία ακολούθησε ο Πάμπλο Παλάσιος, συγγραφέας χιουμοριστικών αφηγημάτων και μυθιστορημάτων, καθώς και ο Aνταλμπέρτο Όρτις, ο οποίος στο μυθιστόρημά του Xουγιούνγκο επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία, όσον αφορά την αναζήτηση νέων τεχνικών.
Αντίθετα με ό,τι ισχύει για την πεζογραφία, η ποίηση δεν έχει να παρουσιάσει μεγάλα ονόματα, με μοναδική εξαίρεση τον Xόρχε Kαρέρα Aντράδε, έναν από τους πιο ουσιαστικούς Λατινοαμερικανούς ποιητές του περασμένου αιώνα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 εμφανίστηκε ένα νέο πολιτιστικό κίνημα, βασισμένο στα προοδευτικά ιδεώδη. Το κίνημα αυτό υποστηρίχθηκε από τη λογοτεχνική επιθεώρηση Letras del Ecuador, την οποία διηύθυνε ο Mπενχαμίν Kαριόν.
Στη δεκαετία του 1960 συγκροτήθηκε και επιβλήθηκε η ομάδα των ποιητών Tzintzicos, η οποία εξέφραζε την έντονη διαμαρτυρία των αυτοχθόνων για τις συνθήκες ζωής τους. Ωστόσο, η ομάδα αυτή είχε στο σύνολό της μάλλον μέτρια λογοτεχνικά αποτελέσματα, όσον αφορά τόσο την ποίηση όσο και το θεατρικό πεδίο. Ένας από τους πιο αυθεντικούς λογοτέχνες είναι ο Xόρχε Eνρίκε Aντούμ, ποιητής που ακολουθεί τα πρότυπα του Πάμπλο Nερούδα και, παράλληλα, μαχητικός δοκιμιογράφος. Επίσης, θα πρέπει να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, ο Πέδρο Xόρχε Bέρα (χρονικογράφος, ποιητής, δραματουργός και διηγηματογράφος), ο δοκιμιογράφος Γκάλο Pενέ Πέρες, ο ποιητής και διηγηματογράφος Aλφόνσο Mπαρέρα Bαλβέρντε, οι θεατρικοί συγγραφείς Σιμόν Kοράλ, Xόρχε Mαρτίνες Kουεϊρόλο και Σαντιάγο Pιμπαντενέιρα. Από τις νεότερες γενιές διακρίνονται οι Bλαντίμιρο Pίβας Iτουράλδε, Xόρχε Bελάσκο Mακένζι και Eλιέζερ Γκαρντένας.Προκολομβιανοί πολιτισμοί. Ο Ι. είναι μια χώρα πολύ διαφοροποιημένη και σχετικά απομονωμένη από γεωγραφική άποψη· την ίδια πολλαπλότητα παρουσιάζει και στο πεδίο των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Στις περιοχές που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκαταλέγεται η επαρχία Kάρτσι, που συνορεύει με την Κολομβία και ανήκε, κατά το ιστορικό παρελθόν, στις φυλές Πάστο. Στην περιοχή αυτή ανακαλύφθηκαν τάφοι με απόλυτα καθορισμένη κατασκευή· αποτελούνταν από μια τάφρο που οδηγούσε σε ένα κεντρικό δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν εσοχές όπου τοποθετούνταν οι νεκροί· τους νεκρούς συνόδευαν στο αιώνιο ταξίδι τους πολυάριθμα αντικείμενα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μικρές σκαπάνες από λειασμένη πέτρα και διάφοροι τύποι πήλινων δοχείων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ωοειδές δοχείο με λαιμό το οποίο ανοίγει προς τα επάνω, σε σχήμα στεφάνης, και επιμήκη βάση που στρογγυλεύει στο άκρο, ίσως για να μπορεί να τοποθετείται στο χώμα. Ο πιο διαδεδομένος τύπος διακόσμησης είναι τα γεωμετρικά μοτίβα, ζωγραφισμένα σε ερυθρό ή κίτρινο (ώχρα) φόντο.
Στο νότιο υψίπεδο (επαρχίες Kανιάρ και Aσουάι) είναι αρκετά εμφανής η επιρροή των Ίνκας τόσο στα μνημεία όσο και στα προϊόντα της χρυσοχοΐας. Στην παράκτια περιοχή, η επαρχία Mαναμπί, με τροπικές ημιάνυδρες περιοχές, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, επειδή στα εδάφη της βρέθηκαν τα μοναδικά λίθινα έργα: ψηλές επίπεδες επιφάνειες, καλυμμένες με πέτρες, τείχη και τάφοι, όλα λαξευμένα σε πέτρα· επίσης δεν λείπουν και τα αγάλματα. Αυτά είναι πολύ απλά, σε σχήμα κολόνας, ή πρόκειται για πλάκες σκαλισμένες με στιλιζαρισμένες ανθρώπινες φιγούρες που περιβάλλονται από γεωμετρικά μοτίβα.
Ο πολιτισμός της Eσμεράλδας αναπτύχθηκε στο βορειότερο τμήμα της Ακτής. Η περιοχή αυτή προσαρτήθηκε στο βασίλειο των Ίνκας αρκετές δεκαετίες πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους και είναι, από αρχαιολογική άποψη, η πιο πλούσια του Ι. Κάτω από τους πολυάριθμους τύμβους (τόλας), που ορθώνονται κατά ομάδες και πιθανώς χρησίμευαν τόσο ως τάφοι όσο και ως κατοικίες, βρέθηκαν άφθονα πήλινα αντικείμενα που αποκαλύπτουν, εκτός από μια ξεχωριστή τεχνική δεξιοτεχνία, σαφείς δεσμούς με την αντίστοιχη τέχνη της Κεντρικής Αμερικής, του Μεξικού και του Περού. Πολυάριθμα είναι τα μικρά χαριτωμένα ομοιώματα, με τα κομψά πρόσωπα, που έχουν αποδοθεί ρεαλιστικά και με μια σαφή πρόθεση χαρακτηρισμού. Κοινό χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί και η ιδιότυπη παραμόρφωση των κρανίων. Παράλληλα με αυτά τα μικρά γλυπτά ανακαλύφθηκαν επίσης κωνικά αγγεία μικρών διαστάσεων, από μάλλον βαρύ υλικό, καθώς και τρίποδα κύπελλα. Στα τόλας, επίσης, ανακαλύφθηκαν και χρυσά αντικείμενα: πολλά κοσμήματα και άλλα κτερίσματα, γενικά πολύ μικρών διαστάσεων. Ονομαστά είναι τα ανάγλυφα επιστήθια που απεικονίζουν μυθολογικά ζώα, τα οποία μοιάζουν με τα αντίστοιχα ευρήματα του Παναμά, καθώς και χάλκινα γκονγκ με ανάγλυφες ανθρώπινες και ζωόμορφες φιγούρες.
Η τέχνη της αποικιοκρατίας. Οι πρώτοι κληρικοί που έφτασαν στην Kίτο ήταν οι ιησουίτες· αρχικά κατασκεύασαν οικοδομήματα και αφιερώθηκαν στη διδαχή του ιθαγενούς πληθυσμού· διδακτικούς σκοπούς εξυπηρετούσε ακριβώς το οικοδόμημα-σχολείο που κατασκευάστηκε ως αυτόνομη πτέρυγα του πρώτου τους μοναστηριού. Στη διαμόρφωση και στον εξωραϊσμό της πόλης συνέβαλαν, δίχως άλλο, εκτός από τους καλλιτέχνες και τεχνίτες που είχαν έλθει από την Ευρώπη –Ισπανοί και Φλαμανδοί– και αυτόχθονες, κυρίως Περουβιανοί.
Αρχικά τα κτίρια ήταν γοτθικού ρυθμού, από αυτά όμως δεν διασώζεται τίποτα. Αντίθετα, υπάρχουν οικοδομήματα στα οποία τα γοτθικά στοιχεία συνδυάζονται με τα κυρίαρχα στοιχεία της τέχνης μουντέχαρ. Και ο καθεδρικός ναός, του οποίου η κατασκευή άρχισε το 1562, σήμερα δεν παρουσιάζεται στην αρχική του μορφή, λόγω των αναστηλώσεων που επακολούθησαν μετά τη μερική καταστροφή του από τον σεισμό του 1755. Ο ναός έχει τρία κλίτη τα οποία χωρίζονται από κολόνες με τετράγωνη τομή, που στηρίζουν οξυγώνια τόξα με γραμμικό επικάλυμμα· στο κτίσμα αυτού του τύπου επιτυγχάνεται ο συγκερασμός του γοτθικού ρυθμού και του ρυθμού μουντέχαρ, που ήταν διαδεδομένος στην Ανδαλουσία και ιδιαίτερα στη Σεβίλη. Το μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Φραγκίσκου, το οποίο κατασκευάστηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι., αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά αρχαία οικοδομήματα της Νότιας Αμερικής: η εκκλησία έχει τρία κλίτη, με πλευρικά παρεκκλήσια, εγκάρσιο κλίτος και φωτίζεται από τετράγωνα παράθυρα. Η διακοσμημένη οροφή του κεντρικού κλίτους, τεχνοτροπίας μουντέχαρ, καταστράφηκε από σεισμό· αντίθετα, μένει σχεδόν άθικτη η οροφή του εγκάρσιου κλίτους με 48 γλυπτές απεικονίσεις. Στον αρχιτέκτονα Φρανσίσκο Mπεσέρα, που είχε ήδη εργαστεί στο Μεξικό, στην Πουέμπλα, και επρόκειτο αργότερα να δουλέψει και στη Λίμα, ανήκει η πατρότητα των σχεδίων των ναών του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Δομίνικου. Η κατασκευή του τελευταίου αποπερατώθηκε το 1623 και ο ναός ήταν ένας από τους πιο περίτεχνους της Kίτο, όμως η αρχική μορφή του έχει αλλοιωθεί εξαιτίας των αναστηλώσεων.
Η περίοδος της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση αντιμετωπίστηκε από την τοπική τέχνη όχι ως καλλιτεχνική αξία αλλά σε σχέση με τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία συγκεράστηκαν με προϋπάρχοντα στοιχεία. Ωραίο δείγμα της ύστερης Αναγέννησης είναι η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, που χτίστηκε πριν από το 1581 και αποτελεί το σημαντικότερο έργο της εποχής αυτής στη Νότια Αμερική.
Το σημαντικότερο λατρευτικό οικοδόμημα του 17ου αι. είναι η εκκλησία των ιησουιτών της Kίτο, της οποίας η κατασκευή άρχισε αμέσως μετά το 1605 και τελείωσε το 1689 (εκτός από την πρόσοψη). Η εκκλησία έχει σχέδιο σταυροειδές, κατά τα βυζαντινά πρότυπα, εγγεγραμμένο σε ένα ορθογώνιο· το κεντρικό κλίτος είναι πολύ μεγάλο, ενώ δεξιά και αριστερά του ναού υπάρχουν θολωτά παρεκκλήσια, που συγκοινωνούν μεταξύ τους. Η πύλη του κολεγιακού ναού της Κομπανίας επιβάλλεται με τις απλές της κολόνες, που στηρίζονται στο λιθόστρωτο, και με το αέτωμα που διακοσμείται από ένα παράθυρο και από ένα οικόσημο με δύο γυναικείες φιγούρες (ακριβές αντίγραφο της πύλης Γκριμάνι της Ρώμης). Κάποια αρχιτεκτονική συγγένεια παρουσιάζουν οι διάφορες μονές της Kίτο. Στις μονές του Σαν Nτιέγκο και του Αγίου Δομίνικου (αρχές 17ου αι.) η αρχιτεκτονική κατασκευή βασίζεται σε δύο κεντρικές πτέρυγες επηρεασμένες από την τεχνοτροπία μουντέχαρ. Στο μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου, του οποίου το κύριο μέρος χτίστηκε κατά τα μέσα του 17ου αι., η ωραιότατη διώροφη κεντρική πτέρυγα κοσμείται από τόξα διαφορετικής διαμέτρου τα οποία προκαλούν ζωηρή εντύπωση. Δύο από τις στοές του διατηρούν ακόμη, σχεδόν ανέπαφες, τις ξύλινες οροφές τους, που κοσμούνται από ρόμβους και οκτάγωνα με αναπαραστάσεις ανθέων. Το ιερό της Γκουάπουλο, αφιερωμένο στην Παρθένο της Γουαδελούπης (1649-93), παρουσιάζεται ανάλαφρο και ταυτόχρονα αυστηρό στα μάτια του επισκέπτη. Η μονόκλιτη αυτή εκκλησία, με την κυλινδρική οροφή, επενδεδυμένη με πλακίδια από μαγιόλικα (ασουλέχος), κατά μήκος των πλευρών της στολίζεται από μικρές εσοχές που κοσμούνται από αγιογραφικές συνθέσεις (ρετάμπλος). Στην ίδια εποχή ανάγεται η κατασκευή της τρίκλιτης εκκλησίας Σαγκράριο, η οποία κατατάσσεται από καλλιτεχνική άποψη στη σειρά των μπαρόκ οικοδομημάτων που χαρακτήριζαν την Kίτο κατά τον 17ο αι.: η εκκλησία κοσμείται από κολόνες ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού στα δύο επίπεδα της πρόσοψης, καθώς και από ένα μεγάλο παράθυρο στο άνω κεντρικό τμήμα της. Άλλο ενδιαφέρον συγκρότημα είναι του μοναστηριού και της εκκλησίας Kάρμεν Mοντέρνο (1725-45). Εντελώς πρωτότυπη κατασκευή είναι και το παρεκκλήσι του Pοσάριο, το οποίο αποτελείται από τρεις ορθογώνιες πτέρυγες που αντιστοιχούν η πρώτη με το παρεκκλήσι, η δεύτερη με το πρεσβυτέριο και η τρίτη με το ιεροφυλάκιο· ο ναός εσωτερικά είναι διακοσμημένος με ρετάμπλος.
Γλυπτική. Στον χώρο της γλυπτικής, από τον 16ο αι. και μετά στην Κίτο κυριαρχούσε τέτοια ατμόσφαιρα πυρετώδους και επιτυχημένης εργασίας ώστε η γλυπτική της πόλης έγινε γνωστή σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική και επιπλέον είχε κάποια απήχηση και στον ευρωπαϊκό χώρο. Άξια μνείας είναι τα ονόματα ορισμένων καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην πρωτεύουσα: ο Nτιέγκο δε Pόμπλες, που καταγόταν από τη Μαδρίτη, ίδρυσε ένα εργαστήρι μαζί με τον γλύπτη και ζωγράφο Λουίς δε Pιβέρα· στον Pόμπλες αποδίδονται αρκετά έργα, όπως η Παρθένος της Γκουάπουλο (1584), της οποίας ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ένα αντίγραφο από τον πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει ο Pιβέρα, μετά την καταστροφή του πρωτοτύπου από μια πυρκαγιά· επίσης φιλοτέχνησε την Παρθένο του Κύκνου και τη σύνθεση της Βάπτισης του Χριστού, έργο κλασικίζον το οποίο αποτελεί τμήμα του μεγάλου ρετάμπλο της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου. Ακόμα μεγαλύτερης αξίας γλύπτης είναι ο πατήρ Κάρλος, που εργάστηκε στην Kίτο σε μεταγενέστερη εποχή: δικά του έργα είναι η σύνθεση της Απάρνησης του Πέτρου στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου (επηρεασμένο από τη σχολή της Σεβίλης) και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής του καθεδρικού ναού, που παρουσιάζει ακόμη εντονότερες επιρροές από το στιλ της Σεβίλης.
Ζωγραφική. Ακόμη και στον χώρο της ζωγραφικής η Kίτο παρουσίασε μια πρώιμη, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, άνθηση. Πραγματικά, στις αρχές του 17ου αι. ανάγεται η δημιουργία μιας τοπικής σχολής, υπό την καθοδήγηση του Φλαμανδού Π. Γκόσαλ· δυστυχώς, όμως, κανένα δείγμα της ζωγραφικής της σχολής αυτής δεν διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας· το πιο παλιό έργο ανάγεται στο 1599, φέρει την υπογραφή του Aντριάν Σάντσες Γκάλκε και απεικονίζει τρία σκουρόχρωμα άτομα, ντυμένα σύμφωνα με την ισπανική μόδα της εποχής: πρόκειται για τους πρώτους μιγάδες της επαρχίας Eσμεράλδας που έφτασαν στην Kίτο το 1598.
Ο πιο ονομαστός ζωγράφος του 17ου αι. είναι ο Mιγκέλ δε Σαντιάγο, ο οποίος ζωγράφισε τη σύνθεση που βασίζεται στη Ζωή του Αγίου Αυγουστίνου στη μονή της ομώνυμης εκκλησίας: σε αυτήν είναι φανερή η επιρροή της συνθετικής μεθόδου των Φλαμανδών Βαν Nτάικ και Ρούμπενς, που διαδόθηκε μέσω των χαρακτικών τους έργων. Μαθητής του Σαντιάγο ήταν ο Nικολάς Xαβιέρ δε Γκορίμπαρ: ο Ευαγγελισμός της Παρθένου στη λειψανοθήκη της Γκουάπουλο είναι δικό του έργο.Προκολομβιανοί πολιτισμοί. Ο Ι. είναι μια χώρα πολύ διαφοροποιημένη και σχετικά απομονωμένη από γεωγραφική άποψη· την ίδια πολλαπλότητα παρουσιάζει και στο πεδίο των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Στις περιοχές που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκαταλέγεται η επαρχία Kάρτσι, που συνορεύει με την Κολομβία και ανήκε, κατά το ιστορικό παρελθόν, στις φυλές Πάστο. Στην περιοχή αυτή ανακαλύφθηκαν τάφοι με απόλυτα καθορισμένη κατασκευή· αποτελούνταν από μια τάφρο που οδηγούσε σε ένα κεντρικό δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν εσοχές όπου τοποθετούνταν οι νεκροί· τους νεκρούς συνόδευαν στο αιώνιο ταξίδι τους πολυάριθμα αντικείμενα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μικρές σκαπάνες από λειασμένη πέτρα και διάφοροι τύποι πήλινων δοχείων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ωοειδές δοχείο με λαιμό το οποίο ανοίγει προς τα επάνω, σε σχήμα στεφάνης, και επιμήκη βάση που στρογγυλεύει στο άκρο, ίσως για να μπορεί να τοποθετείται στο χώμα. Ο πιο διαδεδομένος τύπος διακόσμησης είναι τα γεωμετρικά μοτίβα, ζωγραφισμένα σε ερυθρό ή κίτρινο (ώχρα) φόντο.
Στο νότιο υψίπεδο (επαρχίες Kανιάρ και Aσουάι) είναι αρκετά εμφανής η επιρροή των Ίνκας τόσο στα μνημεία όσο και στα προϊόντα της χρυσοχοΐας. Στην παράκτια περιοχή, η επαρχία Mαναμπί, με τροπικές ημιάνυδρες περιοχές, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, επειδή στα εδάφη της βρέθηκαν τα μοναδικά λίθινα έργα: ψηλές επίπεδες επιφάνειες, καλυμμένες με πέτρες, τείχη και τάφοι, όλα λαξευμένα σε πέτρα· επίσης δεν λείπουν και τα αγάλματα. Αυτά είναι πολύ απλά, σε σχήμα κολόνας, ή πρόκειται για πλάκες σκαλισμένες με στιλιζαρισμένες ανθρώπινες φιγούρες που περιβάλλονται από γεωμετρικά μοτίβα.
Ο πολιτισμός της Eσμεράλδας αναπτύχθηκε στο βορειότερο τμήμα της Ακτής. Η περιοχή αυτή προσαρτήθηκε στο βασίλειο των Ίνκας αρκετές δεκαετίες πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους και είναι, από αρχαιολογική άποψη, η πιο πλούσια του Ι. Κάτω από τους πολυάριθμους τύμβους (τόλας), που ορθώνονται κατά ομάδες και πιθανώς χρησίμευαν τόσο ως τάφοι όσο και ως κατοικίες, βρέθηκαν άφθονα πήλινα αντικείμενα που αποκαλύπτουν, εκτός από μια ξεχωριστή τεχνική δεξιοτεχνία, σαφείς δεσμούς με την αντίστοιχη τέχνη της Κεντρικής Αμερικής, του Μεξικού και του Περού. Πολυάριθμα είναι τα μικρά χαριτωμένα ομοιώματα, με τα κομψά πρόσωπα, που έχουν αποδοθεί ρεαλιστικά και με μια σαφή πρόθεση χαρακτηρισμού. Κοινό χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί και η ιδιότυπη παραμόρφωση των κρανίων. Παράλληλα με αυτά τα μικρά γλυπτά ανακαλύφθηκαν επίσης κωνικά αγγεία μικρών διαστάσεων, από μάλλον βαρύ υλικό, καθώς και τρίποδα κύπελλα. Στα τόλας, επίσης, ανακαλύφθηκαν και χρυσά αντικείμενα: πολλά κοσμήματα και άλλα κτερίσματα, γενικά πολύ μικρών διαστάσεων. Ονομαστά είναι τα ανάγλυφα επιστήθια που απεικονίζουν μυθολογικά ζώα, τα οποία μοιάζουν με τα αντίστοιχα ευρήματα του Παναμά, καθώς και χάλκινα γκονγκ με ανάγλυφες ανθρώπινες και ζωόμορφες φιγούρες.
Η τέχνη της αποικιοκρατίας. Οι πρώτοι κληρικοί που έφτασαν στην Kίτο ήταν οι ιησουίτες· αρχικά κατασκεύασαν οικοδομήματα και αφιερώθηκαν στη διδαχή του ιθαγενούς πληθυσμού· διδακτικούς σκοπούς εξυπηρετούσε ακριβώς το οικοδόμημα-σχολείο που κατασκευάστηκε ως αυτόνομη πτέρυγα του πρώτου τους μοναστηριού. Στη διαμόρφωση και στον εξωραϊσμό της πόλης συνέβαλαν, δίχως άλλο, εκτός από τους καλλιτέχνες και τεχνίτες που είχαν έλθει από την Ευρώπη –Ισπανοί και Φλαμανδοί– και αυτόχθονες, κυρίως Περουβιανοί.
Αρχικά τα κτίρια ήταν γοτθικού ρυθμού, από αυτά όμως δεν διασώζεται τίποτα. Αντίθετα, υπάρχουν οικοδομήματα στα οποία τα γοτθικά στοιχεία συνδυάζονται με τα κυρίαρχα στοιχεία της τέχνης μουντέχαρ. Και ο καθεδρικός ναός, του οποίου η κατασκευή άρχισε το 1562, σήμερα δεν παρουσιάζεται στην αρχική του μορφή, λόγω των αναστηλώσεων που επακολούθησαν μετά τη μερική καταστροφή του από τον σεισμό του 1755. Ο ναός έχει τρία κλίτη τα οποία χωρίζονται από κολόνες με τετράγωνη τομή, που στηρίζουν οξυγώνια τόξα με γραμμικό επικάλυμμα· στο κτίσμα αυτού του τύπου επιτυγχάνεται ο συγκερασμός του γοτθικού ρυθμού και του ρυθμού μουντέχαρ, που ήταν διαδεδομένος στην Ανδαλουσία και ιδιαίτερα στη Σεβίλη. Το μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Φραγκίσκου, το οποίο κατασκευάστηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι., αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά αρχαία οικοδομήματα της Νότιας Αμερικής: η εκκλησία έχει τρία κλίτη, με πλευρικά παρεκκλήσια, εγκάρσιο κλίτος και φωτίζεται από τετράγωνα παράθυρα. Η διακοσμημένη οροφή του κεντρικού κλίτους, τεχνοτροπίας μουντέχαρ, καταστράφηκε από σεισμό· αντίθετα, μένει σχεδόν άθικτη η οροφή του εγκάρσιου κλίτους με 48 γλυπτές απεικονίσεις. Στον αρχιτέκτονα Φρανσίσκο Mπεσέρα, που είχε ήδη εργαστεί στο Μεξικό, στην Πουέμπλα, και επρόκειτο αργότερα να δουλέψει και στη Λίμα, ανήκει η πατρότητα των σχεδίων των ναών του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Δομίνικου. Η κατασκευή του τελευταίου αποπερατώθηκε το 1623 και ο ναός ήταν ένας από τους πιο περίτεχνους της Kίτο, όμως η αρχική μορφή του έχει αλλοιωθεί εξαιτίας των αναστηλώσεων.
Η περίοδος της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση αντιμετωπίστηκε από την τοπική τέχνη όχι ως καλλιτεχνική αξία αλλά σε σχέση με τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία συγκεράστηκαν με προϋπάρχοντα στοιχεία. Ωραίο δείγμα της ύστερης Αναγέννησης είναι η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, που χτίστηκε πριν από το 1581 και αποτελεί το σημαντικότερο έργο της εποχής αυτής στη Νότια Αμερική.
Το σημαντικότερο λατρευτικό οικοδόμημα του 17ου αι. είναι η εκκλησία των ιησουιτών της Kίτο, της οποίας η κατασκευή άρχισε αμέσως μετά το 1605 και τελείωσε το 1689 (εκτός από την πρόσοψη). Η εκκλησία έχει σχέδιο σταυροειδές, κατά τα βυζαντινά πρότυπα, εγγεγραμμένο σε ένα ορθογώνιο· το κεντρικό κλίτος είναι πολύ μεγάλο, ενώ δεξιά και αριστερά του ναού υπάρχουν θολωτά παρεκκλήσια, που συγκοινωνούν μεταξύ τους. Η πύλη του κολεγιακού ναού της Κομπανίας επιβάλλεται με τις απλές της κολόνες, που στηρίζονται στο λιθόστρωτο, και με το αέτωμα που διακοσμείται από ένα παράθυρο και από ένα οικόσημο με δύο γυναικείες φιγούρες (ακριβές αντίγραφο της πύλης Γκριμάνι της Ρώμης). Κάποια αρχιτεκτονική συγγένεια παρουσιάζουν οι διάφορες μονές της Kίτο. Στις μονές του Σαν Nτιέγκο και του Αγίου Δομίνικου (αρχές 17ου αι.) η αρχιτεκτονική κατασκευή βασίζεται σε δύο κεντρικές πτέρυγες επηρεασμένες από την τεχνοτροπία μουντέχαρ. Στο μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου, του οποίου το κύριο μέρος χτίστηκε κατά τα μέσα του 17ου αι., η ωραιότατη διώροφη κεντρική πτέρυγα κοσμείται από τόξα διαφορετικής διαμέτρου τα οποία προκαλούν ζωηρή εντύπωση. Δύο από τις στοές του διατηρούν ακόμη, σχεδόν ανέπαφες, τις ξύλινες οροφές τους, που κοσμούνται από ρόμβους και οκτάγωνα με αναπαραστάσεις ανθέων. Το ιερό της Γκουάπουλο, αφιερωμένο στην Παρθένο της Γουαδελούπης (1649-93), παρουσιάζεται ανάλαφρο και ταυτόχρονα αυστηρό στα μάτια του επισκέπτη. Η μονόκλιτη αυτή εκκλησία, με την κυλινδρική οροφή, επενδεδυμένη με πλακίδια από μαγιόλικα (ασουλέχος), κατά μήκος των πλευρών της στολίζεται από μικρές εσοχές που κοσμούνται από αγιογραφικές συνθέσεις (ρετάμπλος). Στην ίδια εποχή ανάγεται η κατασκευή της τρίκλιτης εκκλησίας Σαγκράριο, η οποία κατατάσσεται από καλλιτεχνική άποψη στη σειρά των μπαρόκ οικοδομημάτων που χαρακτήριζαν την Kίτο κατά τον 17ο αι.: η εκκλησία κοσμείται από κολόνες ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού στα δύο επίπεδα της πρόσοψης, καθώς και από ένα μεγάλο παράθυρο στο άνω κεντρικό τμήμα της. Άλλο ενδιαφέρον συγκρότημα είναι του μοναστηριού και της εκκλησίας Kάρμεν Mοντέρνο (1725-45). Εντελώς πρωτότυπη κατασκευή είναι και το παρεκκλήσι του Pοσάριο, το οποίο αποτελείται από τρεις ορθογώνιες πτέρυγες που αντιστοιχούν η πρώτη με το παρεκκλήσι, η δεύτερη με το πρεσβυτέριο και η τρίτη με το ιεροφυλάκιο· ο ναός εσωτερικά είναι διακοσμημένος με ρετάμπλος.
Γλυπτική. Στον χώρο της γλυπτικής, από τον 16ο αι. και μετά στην Κίτο κυριαρχούσε τέτοια ατμόσφαιρα πυρετώδους και επιτυχημένης εργασίας ώστε η γλυπτική της πόλης έγινε γνωστή σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική και επιπλέον είχε κάποια απήχηση και στον ευρωπαϊκό χώρο. Άξια μνείας είναι τα ονόματα ορισμένων καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην πρωτεύουσα: ο Nτιέγκο δε Pόμπλες, που καταγόταν από τη Μαδρίτη, ίδρυσε ένα εργαστήρι μαζί με τον γλύπτη και ζωγράφο Λουίς δε Pιβέρα· στον Pόμπλες αποδίδονται αρκετά έργα, όπως η Παρθένος της Γκουάπουλο (1584), της οποίας ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ένα αντίγραφο από τον πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει ο Pιβέρα, μετά την καταστροφή του πρωτοτύπου από μια πυρκαγιά· επίσης φιλοτέχνησε την Παρθένο του Κύκνου και τη σύνθεση της Βάπτισης του Χριστού, έργο κλασικίζον το οποίο αποτελεί τμήμα του μεγάλου ρετάμπλο της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου. Ακόμα μεγαλύτερης αξίας γλύπτης είναι ο πατήρ Κάρλος, που εργάστηκε στην Kίτο σε μεταγενέστερη εποχή: δικά του έργα είναι η σύνθεση της Απάρνησης του Πέτρου στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου (επηρεασμένο από τη σχολή της Σεβίλης) και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής του καθεδρικού ναού, που παρουσιάζει ακόμη εντονότερες επιρροές από το στιλ της Σεβίλης.
Ζωγραφική. Ακόμη και στον χώρο της ζωγραφικής η Kίτο παρουσίασε μια πρώιμη, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, άνθηση. Πραγματικά, στις αρχές του 17ου αι. ανάγεται η δημιουργία μιας τοπικής σχολής, υπό την καθοδήγηση του Φλαμανδού Π. Γκόσαλ· δυστυχώς, όμως, κανένα δείγμα της ζωγραφικής της σχολής αυτής δεν διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας· το πιο παλιό έργο ανάγεται στο 1599, φέρει την υπογραφή του Aντριάν Σάντσες Γκάλκε και απεικονίζει τρία σκουρόχρωμα άτομα, ντυμένα σύμφωνα με την ισπανική μόδα της εποχής: πρόκειται για τους πρώτους μιγάδες της επαρχίας Eσμεράλδας που έφτασαν στην Kίτο το 1598.
Ο πιο ονομαστός ζωγράφος του 17ου αι. είναι ο Mιγκέλ δε Σαντιάγο, ο οποίος ζωγράφισε τη σύνθεση που βασίζεται στη Ζωή του Αγίου Αυγουστίνου στη μονή της ομώνυμης εκκλησίας: σε αυτήν είναι φανερή η επιρροή της συνθετικής μεθόδου των Φλαμανδών Βαν Nτάικ και Ρούμπενς, που διαδόθηκε μέσω των χαρακτικών τους έργων. Μαθητής του Σαντιάγο ήταν ο Nικολάς Xαβιέρ δε Γκορίμπαρ: ο Ευαγγελισμός της Παρθένου στη λειψανοθήκη της Γκουάπουλο είναι δικό του έργο.Προκολομβιανοί πολιτισμοί. Ο Ι. είναι μια χώρα πολύ διαφοροποιημένη και σχετικά απομονωμένη από γεωγραφική άποψη· την ίδια πολλαπλότητα παρουσιάζει και στο πεδίο των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Στις περιοχές που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκαταλέγεται η επαρχία Kάρτσι, που συνορεύει με την Κολομβία και ανήκε, κατά το ιστορικό παρελθόν, στις φυλές Πάστο. Στην περιοχή αυτή ανακαλύφθηκαν τάφοι με απόλυτα καθορισμένη κατασκευή· αποτελούνταν από μια τάφρο που οδηγούσε σε ένα κεντρικό δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν εσοχές όπου τοποθετούνταν οι νεκροί· τους νεκρούς συνόδευαν στο αιώνιο ταξίδι τους πολυάριθμα αντικείμενα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μικρές σκαπάνες από λειασμένη πέτρα και διάφοροι τύποι πήλινων δοχείων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ωοειδές δοχείο με λαιμό το οποίο ανοίγει προς τα επάνω, σε σχήμα στεφάνης, και επιμήκη βάση που στρογγυλεύει στο άκρο, ίσως για να μπορεί να τοποθετείται στο χώμα. Ο πιο διαδεδομένος τύπος διακόσμησης είναι τα γεωμετρικά μοτίβα, ζωγραφισμένα σε ερυθρό ή κίτρινο (ώχρα) φόντο.
Στο νότιο υψίπεδο (επαρχίες Kανιάρ και Aσουάι) είναι αρκετά εμφανής η επιρροή των Ίνκας τόσο στα μνημεία όσο και στα προϊόντα της χρυσοχοΐας. Στην παράκτια περιοχή, η επαρχία Mαναμπί, με τροπικές ημιάνυδρες περιοχές, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, επειδή στα εδάφη της βρέθηκαν τα μοναδικά λίθινα έργα: ψηλές επίπεδες επιφάνειες, καλυμμένες με πέτρες, τείχη και τάφοι, όλα λαξευμένα σε πέτρα· επίσης δεν λείπουν και τα αγάλματα. Αυτά είναι πολύ απλά, σε σχήμα κολόνας, ή πρόκειται για πλάκες σκαλισμένες με στιλιζαρισμένες ανθρώπινες φιγούρες που περιβάλλονται από γεωμετρικά μοτίβα.
Ο πολιτισμός της Eσμεράλδας αναπτύχθηκε στο βορειότερο τμήμα της Ακτής. Η περιοχή αυτή προσαρτήθηκε στο βασίλειο των Ίνκας αρκετές δεκαετίες πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους και είναι, από αρχαιολογική άποψη, η πιο πλούσια του Ι. Κάτω από τους πολυάριθμους τύμβους (τόλας), που ορθώνονται κατά ομάδες και πιθανώς χρησίμευαν τόσο ως τάφοι όσο και ως κατοικίες, βρέθηκαν άφθονα πήλινα αντικείμενα που αποκαλύπτουν, εκτός από μια ξεχωριστή τεχνική δεξιοτεχνία, σαφείς δεσμούς με την αντίστοιχη τέχνη της Κεντρικής Αμερικής, του Μεξικού και του Περού. Πολυάριθμα είναι τα μικρά χαριτωμένα ομοιώματα, με τα κομψά πρόσωπα, που έχουν αποδοθεί ρεαλιστικά και με μια σαφή πρόθεση χαρακτηρισμού. Κοινό χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί και η ιδιότυπη παραμόρφωση των κρανίων. Παράλληλα με αυτά τα μικρά γλυπτά ανακαλύφθηκαν επίσης κωνικά αγγεία μικρών διαστάσεων, από μάλλον βαρύ υλικό, καθώς και τρίποδα κύπελλα. Στα τόλας, επίσης, ανακαλύφθηκαν και χρυσά αντικείμενα: πολλά κοσμήματα και άλλα κτερίσματα, γενικά πολύ μικρών διαστάσεων. Ονομαστά είναι τα ανάγλυφα επιστήθια που απεικονίζουν μυθολογικά ζώα, τα οποία μοιάζουν με τα αντίστοιχα ευρήματα του Παναμά, καθώς και χάλκινα γκονγκ με ανάγλυφες ανθρώπινες και ζωόμορφες φιγούρες.
Η τέχνη της αποικιοκρατίας. Οι πρώτοι κληρικοί που έφτασαν στην Kίτο ήταν οι ιησουίτες· αρχικά κατασκεύασαν οικοδομήματα και αφιερώθηκαν στη διδαχή του ιθαγενούς πληθυσμού· διδακτικούς σκοπούς εξυπηρετούσε ακριβώς το οικοδόμημα-σχολείο που κατασκευάστηκε ως αυτόνομη πτέρυγα του πρώτου τους μοναστηριού. Στη διαμόρφωση και στον εξωραϊσμό της πόλης συνέβαλαν, δίχως άλλο, εκτός από τους καλλιτέχνες και τεχνίτες που είχαν έλθει από την Ευρώπη –Ισπανοί και Φλαμανδοί– και αυτόχθονες, κυρίως Περουβιανοί.
Αρχικά τα κτίρια ήταν γοτθικού ρυθμού, από αυτά όμως δεν διασώζεται τίποτα. Αντίθετα, υπάρχουν οικοδομήματα στα οποία τα γοτθικά στοιχεία συνδυάζονται με τα κυρίαρχα στοιχεία της τέχνης μουντέχαρ. Και ο καθεδρικός ναός, του οποίου η κατασκευή άρχισε το 1562, σήμερα δεν παρουσιάζεται στην αρχική του μορφή, λόγω των αναστηλώσεων που επακολούθησαν μετά τη μερική καταστροφή του από τον σεισμό του 1755. Ο ναός έχει τρία κλίτη τα οποία χωρίζονται από κολόνες με τετράγωνη τομή, που στηρίζουν οξυγώνια τόξα με γραμμικό επικάλυμμα· στο κτίσμα αυτού του τύπου επιτυγχάνεται ο συγκερασμός του γοτθικού ρυθμού και του ρυθμού μουντέχαρ, που ήταν διαδεδομένος στην Ανδαλουσία και ιδιαίτερα στη Σεβίλη. Το μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Φραγκίσκου, το οποίο κατασκευάστηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι., αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά αρχαία οικοδομήματα της Νότιας Αμερικής: η εκκλησία έχει τρία κλίτη, με πλευρικά παρεκκλήσια, εγκάρσιο κλίτος και φωτίζεται από τετράγωνα παράθυρα. Η διακοσμημένη οροφή του κεντρικού κλίτους, τεχνοτροπίας μουντέχαρ, καταστράφηκε από σεισμό· αντίθετα, μένει σχεδόν άθικτη η οροφή του εγκάρσιου κλίτους με 48 γλυπτές απεικονίσεις. Στον αρχιτέκτονα Φρανσίσκο Mπεσέρα, που είχε ήδη εργαστεί στο Μεξικό, στην Πουέμπλα, και επρόκειτο αργότερα να δουλέψει και στη Λίμα, ανήκει η πατρότητα των σχεδίων των ναών του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Δομίνικου. Η κατασκευή του τελευταίου αποπερατώθηκε το 1623 και ο ναός ήταν ένας από τους πιο περίτεχνους της Kίτο, όμως η αρχική μορφή του έχει αλλοιωθεί εξαιτίας των αναστηλώσεων.
Η περίοδος της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση αντιμετωπίστηκε από την τοπική τέχνη όχι ως καλλιτεχνική αξία αλλά σε σχέση με τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία συγκεράστηκαν με προϋπάρχοντα στοιχεία. Ωραίο δείγμα της ύστερης Αναγέννησης είναι η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, που χτίστηκε πριν από το 1581 και αποτελεί το σημαντικότερο έργο της εποχής αυτής στη Νότια Αμερική.
Το σημαντικότερο λατρευτικό οικοδόμημα του 17ου αι. είναι η εκκλησία των ιησουιτών της Kίτο, της οποίας η κατασκευή άρχισε αμέσως μετά το 1605 και τελείωσε το 1689 (εκτός από την πρόσοψη). Η εκκλησία έχει σχέδιο σταυροειδές, κατά τα βυζαντινά πρότυπα, εγγεγραμμένο σε ένα ορθογώνιο· το κεντρικό κλίτος είναι πολύ μεγάλο, ενώ δεξιά και αριστερά του ναού υπάρχουν θολωτά παρεκκλήσια, που συγκοινωνούν μεταξύ τους. Η πύλη του κολεγιακού ναού της Κομπανίας επιβάλλεται με τις απλές της κολόνες, που στηρίζονται στο λιθόστρωτο, και με το αέτωμα που διακοσμείται από ένα παράθυρο και από ένα οικόσημο με δύο γυναικείες φιγούρες (ακριβές αντίγραφο της πύλης Γκριμάνι της Ρώμης). Κάποια αρχιτεκτονική συγγένεια παρουσιάζουν οι διάφορες μονές της Kίτο. Στις μονές του Σαν Nτιέγκο και του Αγίου Δομίνικου (αρχές 17ου αι.) η αρχιτεκτονική κατασκευή βασίζεται σε δύο κεντρικές πτέρυγες επηρεασμένες από την τεχνοτροπία μουντέχαρ. Στο μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου, του οποίου το κύριο μέρος χτίστηκε κατά τα μέσα του 17ου αι., η ωραιότατη διώροφη κεντρική πτέρυγα κοσμείται από τόξα διαφορετικής διαμέτρου τα οποία προκαλούν ζωηρή εντύπωση. Δύο από τις στοές του διατηρούν ακόμη, σχεδόν ανέπαφες, τις ξύλινες οροφές τους, που κοσμούνται από ρόμβους και οκτάγωνα με αναπαραστάσεις ανθέων. Το ιερό της Γκουάπουλο, αφιερωμένο στην Παρθένο της Γουαδελούπης (1649-93), παρουσιάζεται ανάλαφρο και ταυτόχρονα αυστηρό στα μάτια του επισκέπτη. Η μονόκλιτη αυτή εκκλησία, με την κυλινδρική οροφή, επενδεδυμένη με πλακίδια από μαγιόλικα (ασουλέχος), κατά μήκος των πλευρών της στολίζεται από μικρές εσοχές που κοσμούνται από αγιογραφικές συνθέσεις (ρετάμπλος). Στην ίδια εποχή ανάγεται η κατασκευή της τρίκλιτης εκκλησίας Σαγκράριο, η οποία κατατάσσεται από καλλιτεχνική άποψη στη σειρά των μπαρόκ οικοδομημάτων που χαρακτήριζαν την Kίτο κατά τον 17ο αι.: η εκκλησία κοσμείται από κολόνες ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού στα δύο επίπεδα της πρόσοψης, καθώς και από ένα μεγάλο παράθυρο στο άνω κεντρικό τμήμα της. Άλλο ενδιαφέρον συγκρότημα είναι του μοναστηριού και της εκκλησίας Kάρμεν Mοντέρνο (1725-45). Εντελώς πρωτότυπη κατασκευή είναι και το παρεκκλήσι του Pοσάριο, το οποίο αποτελείται από τρεις ορθογώνιες πτέρυγες που αντιστοιχούν η πρώτη με το παρεκκλήσι, η δεύτερη με το πρεσβυτέριο και η τρίτη με το ιεροφυλάκιο· ο ναός εσωτερικά είναι διακοσμημένος με ρετάμπλος.
Γλυπτική. Στον χώρο της γλυπτικής, από τον 16ο αι. και μετά στην Κίτο κυριαρχούσε τέτοια ατμόσφαιρα πυρετώδους και επιτυχημένης εργασίας ώστε η γλυπτική της πόλης έγινε γνωστή σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική και επιπλέον είχε κάποια απήχηση και στον ευρωπαϊκό χώρο. Άξια μνείας είναι τα ονόματα ορισμένων καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην πρωτεύουσα: ο Nτιέγκο δε Pόμπλες, που καταγόταν από τη Μαδρίτη, ίδρυσε ένα εργαστήρι μαζί με τον γλύπτη και ζωγράφο Λουίς δε Pιβέρα· στον Pόμπλες αποδίδονται αρκετά έργα, όπως η Παρθένος της Γκουάπουλο (1584), της οποίας ο καλλιτέχνης κατασκεύασε ένα αντίγραφο από τον πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει ο Pιβέρα, μετά την καταστροφή του πρωτοτύπου από μια πυρκαγιά· επίσης φιλοτέχνησε την Παρθένο του Κύκνου και τη σύνθεση της Βάπτισης του Χριστού, έργο κλασικίζον το οποίο αποτελεί τμήμα του μεγάλου ρετάμπλο της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου. Ακόμα μεγαλύτερης αξίας γλύπτης είναι ο πατήρ Κάρλος, που εργάστηκε στην Kίτο σε μεταγενέστερη εποχή: δικά του έργα είναι η σύνθεση της Απάρνησης του Πέτρου στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου (επηρεασμένο από τη σχολή της Σεβίλης) και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής του καθεδρικού ναού, που παρουσιάζει ακόμη εντονότερες επιρροές από το στιλ της Σεβίλης.
Ζωγραφική. Ακόμη και στον χώρο της ζωγραφικής η Kίτο παρουσίασε μια πρώιμη, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, άνθηση. Πραγματικά, στις αρχές του 17ου αι. ανάγεται η δημιουργία μιας τοπικής σχολής, υπό την καθοδήγηση του Φλαμανδού Π. Γκόσαλ· δυστυχώς, όμως, κανένα δείγμα της ζωγραφικής της σχολής αυτής δεν διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας· το πιο παλιό έργο ανάγεται στο 1599, φέρει την υπογραφή του Aντριάν Σάντσες Γκάλκε και απεικονίζει τρία σκουρόχρωμα άτομα, ντυμένα σύμφωνα με την ισπανική μόδα της εποχής: πρόκειται για τους πρώτους μιγάδες της επαρχίας Eσμεράλδας που έφτασαν στην Kίτο το 1598.
Ο πιο ονομαστός ζωγράφος του 17ου αι. είναι ο Mιγκέλ δε Σαντιάγο, ο οποίος ζωγράφισε τη σύνθεση που βασίζεται στη Ζωή του Αγίου Αυγουστίνου στη μονή της ομώνυμης εκκλησίας: σε αυτήν είναι φανερή η επιρροή της συνθετικής μεθόδου των Φλαμανδών Βαν Nτάικ και Ρούμπενς, που διαδόθηκε μέσω των χαρακτικών τους έργων. Μαθητής του Σαντιάγο ήταν ο Nικολάς Xαβιέρ δε Γκορίμπαρ: ο Ευαγγελισμός της Παρθένου στη λειψανοθήκη της Γκουάπουλο είναι δικό του έργο.Η τέχνη κατά τον 19ο και 20ό αι., τόσο στον Ι. όσο και στα γειτονικά κράτη, δεν παρουσίασε άνθηση τέτοια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σημαντική, και αυτό ισχύει για όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δραστηριότητας.Οι πληθυσμοί. Η Ακτή, οι κορδιλιέρες και το δάσος είναι οι γεωγραφικές περιοχές του Ι. όπου διαβιούν τρεις διαφορετικοί ανθρώπινοι τύποι. Κατά μήκος της Ακτής, αυτόχθονες, λευκοί και μαύροι (οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν από τους Ισπανούς την εποχή του δουλεμπορίου) ήρθαν σε επιμειξία· αποτέλεσμα της επιμειξίας αυτής είναι ο φυλετικός χαρακτήρας μοντούβιο, που δεν είναι ούτε λευκός ούτε μαύρος ούτε Ινδιάνος αλλά μια διασταύρωση από αυτούς τους τρεις ανθρώπινους τύπους.
Οι περιοχές της Αμαζονικής είναι πολύ λίγο γνωστές: μόνο ένας μικρός αριθμός λευκών και μιγάδων αποίκων έχει εγκατασταθεί σε αυτές, ενώ ζουν εκεί και πολυάριθμες πρωτόγονες φυλές. Η καρδιά όμως του Ι. είναι η Σιέρα: η επικυριαρχία των Ίνκας επέδρασε αισθητά στην περιοχή, ενώ η περήφανη αυτή εθνότητα δεν κατόρθωσε ποτέ να υποτάξει τους αυτόχθονες των περιοχών της Αμαζονικής και της Ακτής.
Τελείως διαφορετικός είναι ο κόσμος των περιοχών της Αμαζονικής με τις πρωτόγονες φυλές της, από τις οποίες η πιο γνωστή είναι η φυλή των Xίβαρος, των κυνηγών κεφαλών. Οι Xίβαρος ζουν απομονωμένοι σε μακρινούς παραπόταμους, που είναι τα πιο δυσπρόσιτα μέρη λόγω της πυκνής βλάστησης, διατηρώντας ακόμη την πολυγαμία και τη μαγεία. Οι Xίβαρος είναι ιδιαίτερα γνωστοί για δύο λόγους: ο πρώτος είναι το κουράρε, το δηλητήριο με το οποίο βάφουν τις αιχμές των όπλων τους, το μυστικό της κατασκευής του οποίου γνωρίζουν μόνο αυτοί· ο δεύτερος είναι τα τσάντσα, τα συρρικνωμένα σε διαστάσεις μήλου κρανία που προέρχονται από τον αποκεφαλισμό των εχθρών τους, τα οποία διατηρούν ως τρόπαια στη μνήμη των προγόνων τους. Παρά το ότι το άγριο αυτό έθιμο έχει απαγορευτεί, ακόμη και σήμερα μπορεί να βρει κανείς αρκετά τέτοια κρανία στις αγορές του Ι.
Τοπικά έθιμα. Απλές και ταυτόχρονα πλούσιες σε ανθρώπινο συναίσθημα είναι οι τελετές που σχετίζονται με τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο. Τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση ο πατέρας του νεογέννητου, συνοδευόμενος από την κουστωδία των συγγενών, κατευθύνεται στο σπίτι του φίλου που έχει διαλέξει για ανάδοχο (συνήθως λευκό), φέρνοντας τρόφιμα ως δώρα. Αυτός, με τη σειρά του, αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της τελετής. Έναν μήνα μετά τη βάπτιση γίνεται στο σπίτι του νονού η πραγματική γιορτή, στην οποία συμμετέχουν και οι δύο κοινότητες, λευκοί και αυτόχθονες.
Πιο περίπλοκα είναι τα έθιμα που έχουν σχέση με τον γάμο. Η ηλικία γάμου είναι περίπου τα δεκαοκτώ χρόνια και η επιλογή συντρόφου ανήκει στους ίδιους τους μελλόνυμφους. Η ερωτική εξομολόγηση γίνεται ως εξής: ο νέος ακολουθεί την κοπέλα από κάποια απόσταση για μικρό χρονικό διάστημα, μετά αρχίζει να πετάει πέτρες προς την κατεύθυνσή της, παραμένοντας κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Το κορίτσι ενοχλείται και επιπλήττει τον επίδοξο σύζυγο, ο οποίος αφού βγει από την κρυψώνα του προσπαθεί να της αρπάξει τον κεφαλόδεσμο (φατσαλίνα)· αν η κοπέλα, παρότι προσποιείται ότι αμύνεται, τον αφήσει, σημαίνει ότι τον δέχεται για σύζυγο· στην αντίθετη περίπτωση, τον αποκρούει. Αφού λοιπόν συμφωνήσουν οι δύο νέοι, αναλαμβάνουν οι συγγενείς τους, οι οποίοι συζητούν όλες τις λεπτομέρειες της μελλοντικής ένωσης. Εντυπωσιακός είναι ο θρησκευτικός γάμος: οι σύζυγοι κρατούν στο χέρι ένα κερί και, τυλιγμένοι σε έναν κοινό πέπλο, παρακολουθούν τη λειτουργία μαζί με τους μάρτυρες, των οποίων φιλούν τα χέρια στο τέλος της τελετής. Η γαμήλια γιορτή διαρκεί όλη τη νύχτα, με χορό και μουσική.
Οι αυτόχθονες αποδέχονται τον θάνατο με εγκαρτέρηση. Πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής και τιμούν τους νεκρούς με ένα απλό τελετουργικό. Αντιμετωπίζουν όμως διαφορετικά τον θάνατο ενός παιδιού απ’ ό,τι ενός ενηλίκου. Στην πρώτη περίπτωση, πιστεύουν ότι το πεθαμένο παιδί, αν είναι βαπτισμένο, γίνεται άγγελος· με άλλα λόγια δεν υπάρχει αίτιο δυστυχίας. Αντίθετα, ο θάνατος ενός ενηλίκου γίνεται δεκτός με θλίψη και κλάματα: στον πεθαμένο φορούν τα καλύτερά του ρούχα και την τρίτη ημέρα από τον θάνατό του γίνεται η πομπή προς το νεκροταφείο, όπου οι γυναίκες τραγουδούν πένθιμα τραγούδια.Η θρησκεία των αυτοχθόνων αποτελείται από αρχαίες δοξασίες αναμεμειγμένες με το τυπικό του καθολικισμού, ενώ έχει χαρακτήρα χριστιανικό-παγανιστικό. Η επιβίωση των αρχαίων μυστηρίων των Kάρα συνεχίστηκε και κατά την εποχή της ισπανικής κατάκτησης, όταν οι καθολικοί ιερείς περιόριζαν τις απαιτήσεις τους στη βάπτιση κατά το χριστιανικό τυπικό. Έτσι, σήμερα οι αυτόχθονες λατρεύουν με την ίδια θέρμη το Iμπαμπούρα, το ιερό τους βουνό, και τους αγίους της χριστιανικής πίστης· σε εποχές ανομβρίας, ανάβουν κεριά στους αγίους και, ταυτόχρονα, πηγαίνουν προσφορές στον Πάντρε Iμπαμπούρα.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, στον Ι. ζουν σήμερα περίπου 20 Έλληνες.
Το ενεργό ηφαίστειο Τουνγκουράχουα στον Ισημερινό (φωτ. ΑΠΕ).
Αναπαράσταση της εβδομάδας των Αγίων Παθών στην Κίτο (φωτ. ΑΠΕ).
Εορτασμός της Πρωτοχρονιάς στην πρωτεύουσα του Ισημερινού (φωτ. ΑΠΕ).
Ο θόλος της εκκλησίας του Ιησού (των ιησουιτών), στην Κίτο, όπου η πληθώρα των τοπικών διακοσμητικών στοιχείων έχει αναλογίες με το ευρωπαϊκό μπαρόκ.
Ο διπλωμάτης, κριτικός, ερευνητής και λυρικός ποιητής Χόρχε Καρέρα Αντράδε.
Το 2003 ο Λούτσιο Γκουτιέρεζ εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας του Ισημερινού (φωτ. ΑΠΕ).
Η μεθοριακή σύρραξη ανάμεσα στο Περού και στον Ισημερινό, η οποία αναζωπυρώθηκε το 1995, διευθετήθηκε στα τέλη του 1998 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πρόεδρος του Ισημερινού (1992-96) Σίξτο Ντουράν (φωτ. ΑΠΕ).
Ασημένια νομίσματα που βρέθηκαν από δύτες κοντά σε ακρωτήριο του Ισημερινού· προέρχονται από το ισπανικό ιστιοφόρο «La Capitana», που βυθίστηκε το 1654 στην περιοχή (φωτ. ΑΠΕ).
Το τελευταίο χαρτονόμισμα που εξέδωσε η Κεντρική Τράπεζα του Ισημερινού ήταν αυτό των 50.000 σούκρε, το 1999? από το 2001, νόμισμα της χώρας είναι το αμερικανικό δολάριο.
Ξήρανση υφαντικών ινών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία «παναμάδων». Η γεωργία είναι η βασική πλουτοπαραγωγική πηγή του Ισημερινού.
Η αλιεία αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς στην οικονομία του Ισημερινού? στη φωτογραφία, αλιευτικό στο λιμάνι Μάντα (φωτ. ΑΠE).
Καλλιεργημένες εκτάσεις στον Ισημερινό.
Διυλιστήρια πετρελαίου στη χερσόνησο Σάντα Έλενα του Ισημερινού.
Χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας του Ισημερινού (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Γκουαγιακίλ, του σημαντικότερου λιμανιού του Ισημερινού.
Συγκέντρωση των αυτοχθόνων Σαλασάκα σε ένα χωριό της περιοχής του Τσιμποράσο.
Γιγαντιαία χελώνα, η οποία ζει στα νησιά Γκαλαπάγκος (φωτ. ΑΠΕ).
Tov Ισημερινό διασχίζει σε όλο το μήκος του η Κορδιλιέρα των Άνδεων, η οποία εδώ χωρίζεται σε δύο οροσειρές, που περικλείουν ένα αρκετά εύφορο και πυκνοκατοικημένο υψίπεδο. Στη φωτογραφία, καλλιέργειες εσπεριδοειδών στην κοιλάδα του ποταμού Πατάτε? στο βάθος, το ηφαίστειο Τουνγκουράουα.
Οι πηγές του Ρίο Νάπο, ενός από τους κυριότερους ποταμούς του Ισημερινού, που κατεβαίνει από την ανατολική πλαγιά των ανδικών αναγλύφων και συμβάλλει στη λεκάνη του Αμαζονίου.
Το ηφαίστειο Κοτοπάξι, ένα από τα ψηλότερα του Ισημερινού.
Αγορά στην Οταβάλο του Ισημερινού.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)
Ηλιοβασίλεμα στα νησιά Γκαλαπάγκος του Ισημερινού (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της πρωτεύουσας του Ισημερινού Κίτο, που είναι χτισμένη σε υψόμ. 2.817 μ. και διατηρεί έντονα τα ίχνη της αποικιακής περιόδου.
Dictionary of Greek. 2013.